Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ( 16 Μαρτίου 1888 - 23 Φεβρουαρίου 1974 )

Ο Κοσμάς Πολίτης (πραγματικό ονοματεπώνυμο: Παρασκευάς Ταβελούδης, 16 Μαρτίου 1888 - 23 Φεβρουαρίου 1974) ήταν Έλληνας συγγραφέας, απ' τους σημαντιότερους πεζογράφους της γενιάς του '30. Τα χαρακτηριστικότερα έργα του είναι τα μυθιστορήματα Eroïca (1938) και Στου Χατζηφράγκου (1962).
Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1888 στην Αθήνα. Ο έμπορος πατέρας του, Λεωνίδας, καταγόταν από τη Μυτιλήνη και η μητέρα του, Καλλιόπη Χατζημάρκου, από το Αϊβαλί. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1890, έπειτα από οικονομική καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ευχάριστα: ο πατέρας του ήταν αυταρχικός και η φιλάσθενη μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Τη φροντίδα του ανέλαβε μια Γαλλίδα δασκάλα και η κατά 18 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Μαρία. Ως γόνος μεσοαστικής οικογένειας, φοίτησε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή (1900-1904) και στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Σμύρνης (1904-1905), χωρίς ποτέ να πάρει απολυτήριο: εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και στη συνέχεια, 1911-1919, στην "Wiener Bank". Το 1918 ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και νυμφεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι, ευγενή αυστροουγγρικής καταγωγής. Ένα χρόνο μετά απέκτησαν μια κόρη, τη Φοίβη (Κνούλη). Από το 1919 ως το 1922 εργαζόταν στην "Crédit Foncier d' Algérie et de Tunisie" της Σμύρνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψε τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι (1922-1923, έπειτα στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο εκεί υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας, και τελικά το 1924 στην Αθήνα, όπου έγινε και υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένα χρόνο μετά).
Στα γράμματα εμφανίστηκε αιφνίδια, το 1930, σε ηλικία 42 ετών, ενώ ήδη είχε αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία, με το μυθιστόρημα Λεμονοδάσος. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έκανε καμία ενέργεια για να προβληθεί (Αναγνωστάκη 1992, σ. 254). Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε την υποδιεύθυνση του υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά την παραμονή του στην Πάτρα έγραψε την Eroica, που εκδόθηκε το 1938 και τιμήθηκε με το Κρατικό Bραβείο πεζογραφίας, μαζί με τον Μενέλαο Λουντέμη και την Ειρήνη την Αθηναία, την επόμενη χρονιά, και δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νέα Γράμματα την Κυρία Ελεονώρα (1935) και το 1939, στο ίδιο περιοδικό, τη Μαρίνα.
Το 1942 πέθανε η κόρη του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, καθώς πίστευε ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η κοπέλα θα ζούσε ακόμα. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. Εν τω μεταξύ, επειδή κατά τη διάρκεια της ασθένειας της κόρης του είχε παρατείνει αδικαιολόγητα την άδειά του, σύμφωνα με την κρίση της υπηρεσίας του, απολύθηκε. Η Τράπεζα αργότερα τροποποίησε τα επίσημα στοιχεία ώστε να φαίνεται ότι δεν απολύθηκε, αλλά παραιτήθηκε οικειοθελώς. Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του πλήρωνε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. (Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο).
Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. και το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το Γυρί, που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. Το 1960 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για την Κορομηλιά (είχε δημοσιευτεί το 1946). Την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης μεταφέρει την Eroica στον κινηματογράφο. Το 1961 εξελέγη επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου", ένα γοητευτικό βιβλίο αναμνήσεων αφιερωμένο στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη της εποχής,όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο πριν από την καταστροφή της το 1922 καί για το οποίο πήρε το Α' Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1964.
Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως αριστερός. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από παρέμβαση της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλιέξ. Ο κλονισμός από το θάνατο της γυναίκας του ήταν μεγάλος, αλλά δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να γράφει ένα νέο έργο (Τέρμα), το οποίο δεν ολοκληρώθηκε γραπτώς (ο συγγραφέας όμως είχε συλλάβει όλο το σχέδιο του βιβλίου), αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατό του με την επιμέλεια του Ν.Γ. Πεντζίκη.
Το 1973 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Το 1974 νοσηλεύτηκε ξανά στον Ευαγγελισμό, όπου και απεβίωσε στις 23 Φεβρουαρίου.

Το έργο

Ο Κ. Πολίτης με φόντο 
το σπίτι του στο Ψυχικό

Η εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στην νεοελληνική πεζογραφία ήταν αιφνίδια και εντυπωσιακή: το πρώτο του μυθιστόρημα, το Λεμονοδάσος, (1930), έγινε δεκτό ενθουσιωδώς από την κριτική. Ο Αντρέας Καραντώνης (Καραντώνης 1977, σελ. 160) αναφέρει σχετικά: «Πρωτοφάνηκε στα γράμματά μας, όχι με τον συνηθισμένο τρόπο, που φανερώνονται οι λογοτέχνες, ακόμα και οι καλύτεροι, προετοιμάζοντας δηλαδή την επιβολή του, αρχίζοντας να γράφει από νέος, να δημοσιεύει δειλά σε περιοδικά και σιγά-σιγά να χρίεται άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά με μια εισβολή απροσδόκητη και συναρπαστική.» Το έργο, παρά τον μελοδραματικό χαρακτήρα του, σφύζει από ζωή, νεανικότητα και αγάπη για τη φύση, κάτι που το διαφοροποιούσε από την ατμόσφαιρα των περισσότερων μυθιστορημάτων της εποχήςκαι που ήταν ο βασικός λόγος για την θετικότατη υποδοχή του.
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματα του Πολίτη — Λεμονοδάσος, Εκάτη και Εroïca — έχουν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο. Το κεντρικό θέμα αυτών των μυθιστορημάτων είναι η αναζήτηση της «αυθεντικής ζωής» (Vitti 1977, σελ. 339). Στα δύο πρώτα έργα οι ήρωες είναι ενήλικοι, ενώ στην Eroïca ο συγγραφέας στράφηκε στον κόσμο της εφηβικής ηλικίας για να αναζητήσει εκεί την αυθεντικότητα. Από το μυθιστόρημα Το Γυρί(1944), παράλληλα με την ιδεολογική μεταστροφή του συγγραφέα, σημειώνεται θεματική μεταβολή και στην πεζογραφία του: το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται πλέον στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις και τους λαϊκούς ανθρώπους και εστιάζει στο καθημερινό και το συνηθισμένο (Σαχίνης 1967, σ.), αντί για το απόλυτο και το ιδανικό. Από την ίδια οπτική γωνία περιγράφει και την Σμύρνη στο τελευταίο του ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου (1962). Πρωταγωνίστρια του έργου αυτού είναι η ίδια η Σμύρνη, και η συγκεκριμένα η λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου. Όλο το έργο διαδραματίζεται στα 1902, με εξαίρεση ένα εμβόλιμο τμήμα στο μέσον του βιβλίου, την «Πάροδο», όπου ένα από τα παιδιά της λαϊκής συνοικίας και πρόσφυγας πια στην Αθήνα του 1962 αφηγείται την καταστροφή της πόλης το 1922. Η «Πάροδος» είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την Μικρασιατική Καταστροφή.

Αυτό που αναγνωρίστηκε αμέσως ως το αξιολογότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη ήταν η «ποιητικότητα» και ο «λυρισμός». Ο Μάριο Βίττι (Vitti 1977, σελ. 329-337) ερμηνεύει την ποιητικότητα ως «συγκινησιακή φόρτιση» στην περιγραφή του τοπίου. Το δεύτερο σημαντικότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφικής τέχνης του Πολίτη ήταν η συνεχής ανανέωση, όχι μόνο θεματολογικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και μορφολογικά.https://el.wikipedia.org/


“Ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!”

Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ θυμάται το διάλογο που είχε με τον Παττακό, στην προσπάθειά της να πετύχει την αποφυλάκιση του Κοσμά Πολίτη:-Και τι θέλεις και ήρθες;
-Κύριε Παττακέ, σήμερα το πρωί η αστυνομία του Ψυχικού συνέλαβε τον μεγαλύτερο Έλληνα πεζογράφο – που σίγουρα γνωρίζετε! – τον Κοσμά Πολίτη, γέροντα, καρδιακό, που την ημέρα του πραξικοπήματος…
-Της Επαναστάσεως (με διακόπτει με χτύπημα στο γραφείο με το χέρι).
Συνεχίζω:
-…βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Τώρα είναι θεομόναχος και άρρωστος. Κύριε Υπουργέ – πρώτη φορά τον προσφωνώ έτσι – αν δεν θέλετε να ξεσηκώσετε την παγκόσμιο γνώμη εναντίον σας για έναν συγγραφέα που θεωρείται και μελλοντικό Νόμπελ, πρέπει να διατάξετε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Η καρδιά του κρέμεται από μια κλωστή. Αν πεθάνει θα θεωρηθείτε εσείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Για το καλό σας μιλώ.
Καινούριο χτύπημα του χεριού στο τραπέζι. Απευθύνεται στον υπασπιστή, τον κύριο Ντότσικα. “Πείτε σ’ αυτούς που τον πιάσαν πως δεν θέλω να ξεβρακώνουν τους γέρους. Τηλεφωνείστε αμέσως στο Ψυχικό για να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται”.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Τους είναι άγνωστο το όνομα του Κοσμά Πολίτη. Αναπηδάω, ζητάω συγγνώμη, εγώ έπρεπε να το έχω σκεφθεί, το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Πάρις Τεβελούδης.
Παττακός: -Αχαχούχα, ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!
Εγώ: -Φυσικά, ο Πάρις Τεβελούδης ήταν Διευθυντής Τραπέζης, ο κοινωνικός του τίτλος δεν του επέτρεπε να είναι και συγγραφεύς. Έτσι πήρε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, που πολλοί διατείνονται πως το διάλεξε επίτηδες γιατί το έργο του είναι κοσμοπολίτικο.
-Ώστε έτσι; Κοσμοπολίτης; Και σένα πώς είπες πως σε λένε;
Είπα το όνομά μου κι από μέσα μου έτρεμα. Τώρα λέω θ’ αφήσουν τον Πολίτη και θα μπαγλαρώσουν εμένα.
-Άιντε, πήγαινε, η Επανάστασις σέβεται τους γερόντους, θα κάνουμε τα δέοντα. Και απευθυνόμενος στον υπασπιστή του: Κάνε ό,τι πρέπει.
(…)
Τον συνάντησα μπροστά στην πόρτα του περιβολιού τους. Ήρεμος, αλλά γερασμένος ξαφνικά, με κείνη την κρυφή ειρωνική του διάθεση πάντα, μου είπε χαμογελαστά: “Μόνο εσύ μπορούσες να ρίξεις τη χούντα και να με ελευθερώσεις”. Σκωπτικά αυτό και λυπημένα όσο η ψυχή του: “Αλλά ποιαν έννοια έχει η προσωρινή ελευθερία ενός ατόμου όταν χάνεται η έννοια της ελευθερίας;”. Ξέρω από τότε πως την περίμενε κάθε μέρα και δεν αξιώθηκε να δει το πέσιμο της χούντας.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)


ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ

Το "Λεμονοδάσος" είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται σαν μια γοητευτική ερωτική ιστορία, ανάμεσα στον Παύλο, ένα νεαρό Αθηναίο με επιτυχημένη σταδιοδρομία, και τη Βίργκω, ένα κορίτσι από τον Πόρο που ενσαρκώνει τον απόλυτο έρωτα. Δύο περήφανους νέους, που όσο αγαπούν με πάθος, τόσο παιδεύουν ο ένας τον άλλον. Η ιστορία διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1920, με άρωμα εποχής, αλλά με προβληματισμούς ακόμα ή πάντα επίκαιρους.
Το "Λεμονοδάσος" διαβάζεται και σαν μια απεικόνιση των δυσκολιών του σύγχρονου έρωτα, ταυτόχρονα όμως απλώνει το δίχτυ υπαινιγμών προς μυστικά βάθη", όπως αναφέρει στο επίμετρό της η Αγγέλα Καστρινάκη, η οποία αναλύει βήμα προς βήμα σε 205 σελίδες το περίπλοκο συμβολικό δίχτυ του έργου, φέρνοντας στην επιφάνεια τα απόκρυφα νοήματά του, την κυριολεκτική και μεταφορική του αλχημεία.
Σύμφωνα με την Αγγέλα Καστρινάκη, ο Κοσμάς Πολίτης "πέτυχε ευθύς εξαρχής το μεγάλο έργο. Αναμιγνύοντας υλικά ποικίλων προελεύσεων, πέτυχε στην απόσταξη καθαρό χρυσάφι (...) Το ταξίδι για το χρυσόμαλλο δέρας αποδείχτηκε ένα ταξίδι σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, στους μύθους και στα σύμβολα του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο γοητευτικότερος διάπλους στη μεγάλη τέχνη".
Για τον παρόντα τόμο επελέγει η πρώτη έκδοση του "Λεμονοδάσους" που είχε προκαλέσει αίσθηση στην Αθήνα του 1930 και είχε καθιέρωσε από τη μία μέρα στην άλλη τον Κοσμά Πολίτη ως συγγραφέα. Στόχος ήταν "να επανακτήσουμε την πρώτη εντύπωση, το ξάφνιασμα από ένα έργο παράξενο και ακατάτακτο, με τη γλωσσική του ιδιορρυθμία και την κάπως κοφτή και ελλειπτική του έκφραση, χαρακτηριστικά που λείανε η αναθεώρησή του 1944, από τον ίδιο τον συγγραφέα. http://www.biblionet.gr/

Απόσπασμα

Δεν συνέβη καμία μεταβολή στη ζωή μου. Δεν ξέρω πού να αποδώσω αυτή τη διάθεση που αισθά­νομαι απόψε να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες επάνω στο χαρτί. Δεν αισθάνομαι καμία κλίση στην φιλολογία, ούτε είμαι ερωτευμένος. Ο έρως; Κάποιος είπε πως είναι μία εφεύρεσις που ο καθένας τη νομίζει δική του. Εγώ δεν είμαι εφευρέτης. Είμαι αρχιτέκ­των, ένα μυαλό θετικό.
Το αποδίδω μάλλον στην επήρεια του μέρους που βρίσκομαι. Αισθάνομαι να με κυριεύει το αρχαίο πνεύμα της σαφηνείας που αγαπά τις ευθείες γραμ­μές και δεν αφήνει τίποτε συγκεχημένον. Θέλω κι εγώ να πιάσω τις ιδέες μου, που πότε τις βρίσκω και πότε τις χάνω, να τις συμμαζέψω, να τις τακτο­ποιήσω, να τις διαβάσω σαφείς και καθαρές. Πιθα­νόν όταν τις διαβάσω να μην τις αναγνωρίσω. Πάν­τως όμως, έστω και αν δεν τις αναγνωρίσω, είναι δικές μου. Κάποτε, οι άλλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα από εμάς τους ίδιους ότι είναι δικό μας.
Την περασμένη εβδομάδα στο γραφείο, βρήκα μέσα σ’ ένα συρτάρι μια μικροσκοπική βεντάγια κο­κάλινη με μια μεταξωτή γαλάζια κορδελίτσα. Ρώτησα τίνος είναι. — Δεν θυμάστε πού τη φέρατε μαζί σας από το Παρίσι και την είχατε πάντα επάνω σας τις πρώτες ημέρες; Μου απήντησε ο υπάλληλος.
Πράγματι· δεν θυμούμαι, αλλ’ αφού το λέγει έτσι θα είναι.
Να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες. Δεν πρό­κειται μόνον για τις σκέψεις μου. Θα γράφω κάθε μέρα, ή όποτε αξίζει τον κόπο, ό,τι ενδιαφέρον βλέπω. Είναι ίσως από τεμπελιά. Οι συγγραφείς είναι ράτσα τεμπέληδων.
Είναι μάλλον μία διάθεσις περιπλανήσεως, περιπλανήσεως του πνεύματος. Είμαι βέβαιος ότι αυτή την στιγμή ένα πρόσωπο περπατεί έξω κάτω από το μαγικόν σεληνόφως μέσα σ’ ένα από τα θαυμασιότερα τοπία. Εγώ όμως δεν βγαίνω να το συναντήσω και κάθομαι εδώ κλεισμένος και γράφω. Θα γράφω κάθε μέρα ό,τι ενδιαφέρον βλέπω. Δεν ξεύρω αν εξακολου­θήσω. Πάντως αρχίζω από την σημερινήν ημέρα αν και δεν μου συνέβη τίποτε το ιδιαίτερο. Γράφω μάλιστα και την ημερομηνία 22 Μαρτίου 1924.
Ένας βραχνιασμένος κόκορας ξελαρυγγιάστηκε μέσα στο γλυκοχάραγμα και μ’ έκανε να μισανοίξω τα μάτια. Γύρισα ανάσκελα. Από τις χαραμάδες του παραθύρου μπαίνει το φως θαμπό και γαλακτώδες και μαζί του εισόρμησε η φαντασία με την τρελή και μυριόμορφη συνοδεία της.
Έδιωξε το όνειρο και μου ξανάκλεισε τα μάτια.
Γύρω μου πλανάται ένας κόσμος από μορφές ακα­θόριστες και συγκεχυμένες, που πλέουν αερώδεις μέσα σε πελάγη ηδονής. Σιγά σιγά η φαντασία δυναμώνει με την θαλπωρή του κρεβατιού και την ζεστασιά της θερμάστρας που είχε μείνει χλιαρή από χθες βράδυ. Εκκολάπτει τα αποκυήματά της. Ένας τόπος άγνωστος και ονειρώδης που είναι λιβάδι και δωμά­τιο μαζί, με βαριά βελούδινα παραπετάσματα και για στρώμα την απαλότατη χλόη. Γεμίζει τον αέρα μια βαριά μυρωδιά σαν λιβάνι και ο μεγάλος κα­θρέπτης αντανακλά το ελαφρό σύννεφο του γαλάζιου καπνού.
Οι μορφές παίρνουν σχήματα γνωστά και οι επι­θυμίες γίνονται απτές και ανυπόφορες. Πρόβαλε ένα σώμα αλαβάστρινο με ρόδινες αποχρώσεις και με σκιές βαθιές και ηδονικές. Τα μέλη του κινήθηκαν αργά. Ένα γόνατο υψώνεται κι αισθάνομ’ ένα χέρι να μου χαϊδεύει το στήθος. Λίζα ή Γκάμπυ; Το ένα σώμα γίνεται δύο. Επάνω στον αλάβαστρο του στή­θους τέσσερες βαθιές ρόδινες κηλίδες μ’ ένα στεφάνι ανοιχτότερο τριγύρω. Μια μυρωδιά σαν ξινισμένο γάλα και γιασεμί. Απλώνω τα χέρια. Και η Λίζα και η Γκάμπυ. Θα φθάναμε οι τρεις μας στο ξενοδοχείο χθες αργά. Ένα καλό φαγοπότι μέσα στην έρημη από πελάτες αίθουσα και κατόπιν θα πηγαίναμε υποκριτικά και με πνιγμένα γέλια να κοιμηθούμε δήθεν ο κα­θένας χωριστά στο δωμάτιό του. Σε λίγο, όταν θα έπαυε κάθε ψίθυρος στο διάδρομο έξω, θ’ άνοιγε χωρίς θόρυβο η διάμεση θύρα και μέσα στο φαρδύ κρεβάτι, με την θερμάστρα πυρωμένη σαν φούρνο…
Μια δροσερά πνοή μου χαϊδεύει το πρόσωπο ανακουφιστικά. Ξανανοίγω τα μάτια. Το παρα­πέτασμα του παραθύρου ανεμίζει ελαφρά. Από το ανοικτό τζάμι το πρωινό αεράκι χώνεται σ’ όλες τις γωνιές και καθαρίζει την ατμόσφαιρα. Το φως μπαίνει ζωηρότερο. Ένας άλλος κόκορας απήντησε με καθυστέρηση στον πρώτο, μ’ ένα σάλπισμα διαυγές που ανεβαίνει ως το διαπασόν. Κάπου εκεί κοντά άρχισ’ ένα ογγάνισμα ηχηρό και ατελείωτο. Τι παράπονο τον έπιασε πρωί πρωί; Επί τέλους καταρρέει σε σπαραξικάρδιο αναφιλητό. Ποιος ξέρει από τι όνειρο γλυκό αποσπάσθηκε, ένα όνειρο γεμάτο γαϊδουράγκαθα. Και πόσα άλλα ζώα δίποδα και άπτερα αφήνουν αυτή την στιγμή τα όνειρά τους και μπαίνουν στην σκληρή πραγματικότητα! Αλλά και πόσοι αφήνουν με χαρά τον πνιγηρό εφιάλτη και βλέπουν να ροδίζει ελπιδο­φόρα η αυγή! Δεν βαριέσαι, ο εφιάλτης της νύχτας είναι παροδικός, ενώ ο εφιάλτης της ζωής... Θεέ μου, δεν σκέπτομαι αυτό για μένα. Πηδώ από τον μισοθάνατο του ύπνου στην ζωή γεμάτος ευγνωμοσύνη και ηρεμία.
Έξω στον δρόμο οι βοϊδάμαξες στενάζουν βαριές και οι χίλιες αγροτικές φωνές τονίζουν τον ύμνο της εργασίας και της καθημερινής ευλογίας. Τεντώνομαι σε βαθμό που τρίζουν όλες μου οι αρθρώσεις. Τι αναπαυτικό κρεβάτι και τι ευχαρίστησις να μην το μοι­ράζομαι! Κι εγώ ήλθα να εργασθώ εδώ επάνω. Έ­πρεπε να είχα συγκεντρώσει τη σκέψη μου στον σκοπό μου και όχι να την αφήσω έρμαιον του πειρασμού. Φταίει το πουπουλένιο μαξιλάρι και η θερμάστρα που έμεινε αναμμένη. Ασφαλώς θα ήταν πουπουλένιο l’ oreiller du mal.
Sur l’oreiller du mal c’est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchante…
Δίνω μια γροθιά στο προσκέφαλο, στο προσκέ­φαλο του πονηρού, και πετιέμαι έξω από το κρεβάτι. Ανοίγω τα παραθυρόφυλλα και το πρωινό φως πλημ­μυρίζει το δωμάτιο. Τι απογοήτευσις! Περίμενα να βυθίσω το μάτι μου διψασμένο μέσα στο θείον και προορισμένον τοπίον και δεν βλέπω εμπρός μου παρά χωριατόσπιτα και την καμινάδα ενός εργο­στασίου. Αλλά πάνω από τα κεραμίδια η βαθυκύανη πινελιά των βουνών υπογραμμίζει τον ανοικτογάλαζο ουρανό και με γεμίζει ελπίδα και τρόμο. Κάτω εκεί είναι οι λαγκαδιές που αλαλάζουν την οργή του Διός.
Σε λίγο αυτά όλα θα είναι δικά μου και η σκέψις μου θα ξεπεράσει κατά πολύ την όρασή μου. Από κάθε μάρμαρο θα πλάσω μια φανταστική ιστορία, που θα είναι η αληθινότερη ιστορία που υπήρξε ποτέ...
Μπρρρ.... πρέπει να κλείσω το τζάμι. Σ’ αυτό το ύψος το κρύο είναι τσουχτερό ακόμη και τον Μάρτη. Οι κορυφές του Παρνασσού, πίσω εκεί, είναι σκεπασ­μένες με παχύ χιόνι. Γρήγορα μερικά ξύλα στη θερ­μάστρα...
Τώρα η φλόγα σιγοτραγουδεί ενώ γύρω μου πέφ­τει το νερό και κελαρύζει σαν μικρός καταρράκτης. Πού λουτρό! Ο ξενοδόχος μου είπε πως μπορώ να πάρω την ψυχρολουσία μου μέσα στο δωμάτιο φθάνει να μην τρέξουν τα νερά στο κάτω πάτωμα. Σε λίγο θ’ ακούσω και το προαιώνιο και αθάνατο κελάρυσμα της Κασταλίας καθώς θα ξεπροβάλει δειλή και λεπτή, γε­μάτη ταπεινότητα από τον άγριο και αιματοβαμμένο βράχο. Έχω μια μακρινή και φευγαλέα εντύπωση, οκτώ χρόνια πριν, μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, πριν φύγω να σπουδάσω. Συγκεντρώνω τη σκέψη μου και προσπαθώ να θυμηθώ. Δεν βλέπω άλλο παρά ένα λευ­κό και επικλινές νεκροταφείο ανάμεσα στα σκούρα και απότομα βουνά και τις βαθιές χαράδρες.
Οκτώ χρόνια! Μέσα σ’ αυτό το διάστημα έγινα άνδρας και καταστάλαξαν οι ιδέες μου. Κατεστάλαξαν τελειωτικά. Τελειωτικά; Ώστε θα μείνω για πάν­τα κλεισμένος μέσα στον αδιάσπαστο κύκλο των; Ως πότε; Ως το τέλος. Ως το τέλος του επιγείου ταξιδιού...
Τι ρίγος. Το νερό είναι αλήθεια παγωμένο. Τρί­βομαι δυνατά με το τρίχινο γάντι για να συνέλθω. Μια ανάμνησις από τα παιδικά μου χρόνια διασχίζει το μυαλό μου.
Οι καπνοί του λιβανωτού μέσα στις χαμηλές και απόκεντρες εκκλησούλες που με οδηγούσε τακτικά η μητέρα. Μυστικισμός; Όχι. Μάλλον η εντύπωσις ενός μυστηρίου που πλανάται πάνω από την ζωή, ενός μυστηρίου που αντί να το εξηγούν το κάνουν βαθύτερο τα ιερά και καβαλιστικά λόγια της θρησκείας.
Τα τελευταία χρόνια του γυμνασίου· το κεφάλι γε­μάτο θέματα Ελληνικά και Λατινικά που τα διαπερνούσαν τα βέλη των αλγεβρικών εξισώσεων, μια εικών φουτουριστική με κύκλους και τρίγωνα.
Η ξερή δασκαλική ανάπτυξις που δείχνει τον αρχαίο κόσμο σαν ένα θαύμα ακατάληπτο που υπήρξε και χά­θηκε ανεπιστρεπτί, αφήνοντας ως μόνα ίχνη μερικά κρύα λαξευμένα μάρμαρα και μερικούς στίχους και πεζά επίσης κρύα και λαξευμένα. Και μαζί με όλ’ αυτά οι ρεμβασμοί και οι ανησυχίες του εφήβου.
Επιτέλους ήλθε η στιγμή που με παρέλαβε ο πα­τέρας από το χέρι. Έμεινε μαζί μου τον πρώτο χρόνο στο Παρίσι και υπό την μετρημένη καθοδήγησή του άφησα πίσω τον μεσαίωνα της παιδικής μου ζωής και άνοιξα τα μάτια στην ημιβάρβαρη αναγέννηση της δύσεως.
Εκτυφλωτικές αναλαμπές ξεσχίζουν ένα κατηφή και γκρίζο ουρανό.
Δεν άργησα ν’ αντιληφθώ την έλλειψη του μέτρου και της ηρεμίας. Έλειπε η διαρκής και ηπία λάμψις του φωτεινού πνεύματος.
Προ δύο ετών, όταν επέστρεψα στην Αθήνα, έλαβα το βάπτισμα στην αισθητική Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ένα βραδινό, ερχόμενος από την αγορά, ανέβηκα στον λόφο του Αστεροσκοπείου και από εκεί στην Πνύκα. Είδα το αθάνατον Πνεύμα να κατεβαίνει από τον διαφανή αιθέρα, να γίνεται χρώμα και φως επάνω στις λεπτές γραμμές των βουνών και να κατασταλάζει ολόχρυσο επάνω στον Ιερό βράχο. Η Α­κρόπολις έλαμπε σαν φωτεινό μετέωρο ανάμεσα στον μενεξεδένιο Υμηττό και την βαθυγάλαζη Πεντέλη. Ο Παρθενών δεν είναι μόνον μάρμαρο. Είναι η διαυ­γής ατμόσφαιρα, ο γαλάζιος ουρανός, η θάλασσα της Αιγίνης, τα αιθέρια και γυμνά βουνά, η αρμονία της ύλης και του πνεύματος. Η χαρά της ζωής...
— Κύριε, σας έφερα το πρωινό σας.
Η υπηρέτρια με τις πατημένες παντόφλες μπαί­νει με τον δίσκο φορτωμένο. Ευτυχώς αρκετά φορ­τωμένο.
— Τι ώρα είναι;
— Κύριε, είναι οκτώ.
Διάβολε, κοιμήθηκα περισσότερο από δέκα ώρες.
Βέβαια, ύστερα από την εξαντλητική ζωή της Α­θήνας! Ήταν όμως και η κούραση του ταξιδιού.
Ενώ περιφέρεται μέσα στο δωμάτιο και συγυρί­ζει, μου δίνει μια είδηση που έχει εξαιρετική σημασία για την ίδια.
—Κύριε, χθες αργά μας ήρθε κόσμος από την Α­θήνα. Μια παρέα Κυρίες και Κύριοι σε δυο αυτο­κίνητα.
Πράγματι σαν να μου φάνηκε πως είχ’ ακούσει θόρυβο καθώς μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Μια εύθυμη συν­τροφιά είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Να δώσει μόνον ο Θεός να μην είναι αρχαιολόγοι και μου χαλάσουν τη διάθεση με την ξηρά τους επιστήμη, και τις προ Χριστού χρονολογίες που καρκινοβατούν.
Αν είναι δυνατόν! Μένουν ώρες σκυμμένοι με τον φακό επάνω σ’ ένα νόμισμα ακαλαίσθητο, συζητών­τας για την πιθανή εποχή του, ενώ ούτε καταδέχονται να κοιτάξουν μια κομψή κι ερωτότροπη Ταναγραία επειδή έτυχε ν’ αφθονούν οι όμοιές της. Η αρχαιολο­γία, όπως κατήντησε, δεν είναι επιστήμη που δημιουρ­γεί και προσπαθεί να εμφυσήσει το πνεύμα στα άψυχα ευρήματα που έπαλλαν άλλοτε από εντατική ζωή. Εί­ναι μια επιστήμη που ανατέμνει με περιέργεια το πτώμα. Έπρεπε οι ποιηταί να είναι αρχαιολόγοι.
—Δεν μου λες, τι ιδέα έχεις σχηματίσει για την αρχαιότητα; ρώτησα ξαφνικά την υπηρέτρια.
—Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε...
—Πώς φαντάζεσαι τους αρχαίους;
Στάθηκε συλλογισμένη, έχωσε δύο δάκτυλα μέσα στα μαλλιά της και άρχισε να ξύνει το κεφάλι.
—Εγώ δεν ξέρω γράμματα, είπε τέλος. Φαντάζο­μαι όμως πως ζούσαν σαν κι εμάς, μόνον που γύρι­ζαν γυμνοί.
Ανέπνευσα με ανακούφιση. Ζούσαν, αυτό ήθελα ν’ ακούσω. Ζούσαν και το πνεύμα τους ζει ακόμη και φτερουγίζει ασύλληπτο επάνω από τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα που εξετάζουν ανύποπτοι οι αρχαιολόγοι.
Βήματα αντήχησαν στον διάδρομο, άλλα βαριά και άλλα με τον ιδιαίτερο ξηρό κρότο που κάνουν τα γυναικεία τακουνάκια.
Θα είναι οι κυρίες της παρέας. Μήπως καμιά professional beuty, μια καλλονή εξ επαγγέλματος, ανησυχητική και αινιγματώδης σαν Σφίγγα που προσφέ­ρει το σώμα της ενώ κρατεί ζηλότυπα το άλυτο αίνιγ­μα της καρδιάς και της σκέψεώς της; Α professional beuty μου είχε πει ο Μπάριλ σταματώντας απότομα μπροστά σε μια βιτρίνα στο Μουσείο του Λούβρου. Μου έδειξε εν’ αγαλματάκι που παρίστανε μια γυναίκα ξαπλωμένη με χάρη και κρατούσ’ ένα μικρό στρογγυλό καθρέπτη. Τι τύπος που ήταν! Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς την συντροφιά μιας καλλονής. Για ν’ αναγκάζε­ται, καθώς έλεγε, να παίρνει καθημερινώς το λουτρό του και να εξασκείται να είναι περιποιητικός κι ευχάριστος.
— Τι είναι αυτές οι φωνές;
Τρέχω κι ανοίγω την πόρτα μισοξυρισμένος με το πρόσωπο γεμάτο σαπουνάδες

— Η Βίργκω, η Βίργκω. Ζήτω! Ούρα!
Δεν πρόφθασα να δω παρά μία νέα γυναικεία σιλουέττα που είχε προσπεράσει και απεμακρύνετο προς το σαλόνι, με βήμα σταθερό επάνω στις υψηλές γάμπες της. Οι φωνές εξακολουθούσαν.
Μια χαρούμενη σιλουέττα. Τριγυρίζω μέσα στο δωμάτιό μου και σιγοτραγουδώ. Ευτυχώς έχω λύσει αυτό το ζήτημα κατά τον καλύτερο τρόπο. Έχω τις φίλες μου στην Αθήνα, την Γκάμπυ και την Λίζα και τόσα άλλα διασκεδαστικά κορίτσια του καμπαρέ. Ένας άνθρωπος υγιής και πρακτικός. Την σάρκα ήσυχη χωρίς κανέναν ιδιαίτερο δεσμό. Δεν διατείνομαι βέβαια ότι οι διάφορες φίλες μου με αγαπούν τρελά, είναι όμως φανερό ότι με συμπαθούν και βρίσκουν ευχαρίστηση μαζί μου. Φυσικά ξοδεύω γι’ αυτές σε δώρα αλλά δεν άνοιξα ποτέ το πορτοφόλι νατους δώσω μετρητά. Αυτό έχει κάποια διαφορά και σώζει το φιλότιμο.
Τι κάθομαι τώρα και χάνω τον καιρό μου. Έχω δουλειά στους Δελφούς. Πρέπει να μελετήσω τις ανα­λογίες και να μετρήσω ακριβώς τας διαστάσεις του Θησαυρού των Αθηναίων για το αρχαϊκό μνημείο που σχεδιάζει ο πατέρας. Μήπως ξέχασα κανένα εργα­λείο;
Βγαίνοντας, αποφασίζω να ρίξω μια ματιά στο σαλόνι. Μπαίνω με ύφος αδιάφορο. Μια συντροφιά από εξ επτά πρόσωπα προγευμάτιζαν με γέλια και αστεία. Κρίμα που είχα προγευματίσει στο δωμά­τιό μου.
— Παύλο εσύ εδώ!
Ο Στέφανος σηκώνεται από το τραπέζι και έρ­χεται να μου σφίξει το χέρι.
— Φοβούμαι μήπως κάνω καμιά γκάφα, μου λέγει σιγά. Πε μου, είσαι με κανένα θηλυκό;
Αυτός ο χαρακτηρισμός με πείραξε στ’ αυτιά. Του εξήγησα για ποιο λόγο βρίσκομαι στους Δελφούς. Με πήρε από το μπράτσο να με συστήσει.
— Ο φίλος μου Παύλος Αποστόλου. Αλλά νο­μίζω πως γνωρίζεσαι με όλους εκτός ίσως από την κυρία Κοτσωνίτη.
Την κυρία Κοτσωνίτη; Ποιος δεν γνωρίζει την Λήδα!
— Συναντώ κάποτε τον κύριο Αποστόλου στην λέσχη μας, στο «Στούντιο». Ο άνδρας μου, προσέ­θεσε και έδειξε απέναντί της έναν χονδρό και μελαγχο­λικό Κύριο. Ασφαλώς δεν θα γνωρίζετε και την Δεσ­ποινίδα Βιργινία Δροσινού.
— Βιργινία; μου ξέφυγε ειρωνικά χωρίς να το θέλω. Για το Θεό, είναι όνομα αυτό ή σύμβολο; Πώς υπάρχουν τέτοιοι νουνοί!
— Με φωνάζουν Βίργκω, έσπευσε ν’ αντείπει εκείνη με πείσμα και το αίμα ανέβηκε στο πρό­σωπό της.
Τι αστεία που ήταν έτσι θυμωμένη και κατακόκ­κινη, με βλοσυρά πράσινα μάτια. Αλήθεια, είχε πρά­σινα μάτια και κόκκινα χείλη. Κόκκινα φυσικά.
Η τρίτη Κυρία της συντροφιάς ήταν η Καίτη. Κι αυτή δεν είναι για μένα.
Κάθισα δίπλα στην Κυρία Κοτσωνίτη.
— Είναι καιρός που δεν σας είδα στο Στούντιο, μου είπε.
— Έχω πολύ εργασία τώρα τελευταία.
— Και ήλθατε βέβαια στους Δελφούς ν’ αναπαυθείτε. Κι εμείς το ίδιο Week end. Τι μοναδικό θέαμα ο Παρνασσός καθώς ανεβαίνει το αυτοκίνητο τις κορ­δέλες! Δεν είν’ έτσι Καίτη; και της έσφιξε το χέρι.
Τα μάτια της έλαμπαν ζωηρά και σήμερα ήταν φλύαρη. Τα λόγια έβγαιναν βιαστικά ενώ άλλοτε θυμούμαι τα άφηνε να πέφτουν σιγανά, σαν μετα­νοημένη που μιλούσε. Άκουσα υπομονητικά τη φλυα­ρία της.
Οδηγούσε η Καίτη με τόση μαεστρία! Αυτή κα­θόταν δίπλα της εμπρός και ζαλιζόταν τόσο στις από­τομες στροφές που την αγκάλιαζε σφιχτά με κίνδυνο να γίνει δυστύχημα. Άλλωστε ήταν οι δύο μόνες τους στο ένα αυτοκίνητο και αν συνέβαινε κανένα δυστύχημα αυτό αφορούσε αυτές και μόνον. Έπειτα τι είναι η ζωή; un peu d’ amour, un peu d’ espoir, et puis bonsoir, όπωςείπε κάποιος. Τι θα την κάνει την ζωή εφόσον δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να φθάσει το τέλειον;...
Ενώ μιλά παρακολουθώ τον μελαγχολικό Κύριο Κοτσωνίτη που στριφογυρίζει στενοχωρημένος επάνω στο κάθισμά του. Στο τέλος σηκώθηκε και βγήκε από το σαλόνι.
Η Δεσποινίς Βιργινία ήταν βυθισμένη στην ανάγνωση του Beadeker. Ήθελε φαίνεται να κάνει την σπουδαία και την ακατάδεκτη. Η Καίτη με τον λαιμό σφιγμένο στο ανδρικό κολάρο και το τσιγάρο στο στόμα συζητεί με τους άλλους γι’ αυτοκίνητα.
Διέκοψε την συζήτηση και με ρωτά.
— Πόση ώρα βάλατε με την Τορπέντο σας;
— Ήλθα με το πλοίο μέσον Ιτέας.
— Τι ιδέα! Κι έπειτα ο δρόμος από την Ιτέα είναι σε κακά χάλια. Φαντάζομαι τι θα υποφέρατε.
— Δεν πήρα αυτοκίνητο. Ήλθα πεζός.
— Το είχατε τάξιμο; με ρώτησε ειρωνικά.
Έχω όρεξη να της απαντήσω στον ίδιο τόνο. Εκοίταξα εναλλάξ την Λήδα και την Καίτη έτοιμος να τις ρωτήσω αν εκείνες έταξαν να παν στη Λέσβο. Εκείνη την στιγμή η Δεσποινίς Βιργινία καταδέχτηκε να σηκώσει τα μάτια της από τον Beadeker. Δεν μ’ εν­διαφέρει βέβαια καθόλου η παρουσία της, μπορούσα να έλεγα ό,τι ήθελα, σκέφθηκα όμως ότι είναι προτι­μότερο να τους δώσω ένα μάθημα, να καταλάβουν ότι δεν επιτρέπεται να παίζει κανείς με τα ιερά που ελάτρευσαν τόσοι αιώνες.
Ναι, είπα, ήταν κάτι σαν τάξιμο. Ήλθα να μάθω στους Δελφούς ένα μυστικό, το μυστικό του ρυθμού και του μέτρου της αρχαίας Ελληνικής ζωής. Ενόμισα καθήκον ν’ ακολουθήσω τον δρόμο των πα­λαιών προσκυνητών. Να πατήσω επάνω στα ίχνη που άφησαν τόσες λαμπρές θεωρίες κι επίσημες πομπές όταν έφερναν τα δώρα στον Απόλλωνα. Τους είπα ότι στάθηκα στο βαλανείον και στον τόπο του καθαρμού πριν τολμήσω να περάσω τον ιερόν Περίβολον…
Φυσικά τα είχα σκεφθεί χθες όλ’ αυτά, άλλα κα­θώς ήμουν πεθαμένος από την κούραση προτίμησα να έλθω κατευθείαν στο ξενοδοχείο και ν’ αναπαυθώ. Τώρα όμως με είχε παρασύρει πια η φαντασία κι εξηκολούθησα να τους μιλώ για τας Φαιδριάδας, την Πυθία, για τας Ερινύας που εμόλυναν την Κασταλία πηγή...
Ο ήχος της φωνής μου μέσα στην γενική σιωπή μ’ έκανε να σταματήσω και να σκεφθώ ότι ο ενθουσιασμός μου ήταν κάπως αταίριαστος με το περιβάλλον που βρισκόμουν. Έπειτα σκέφθηκα τους πρωι­νούς μου οραματισμούς και ότι το μάθημα που ήθελα να δώσω ταίριαζε και σε μένα. Σέρνει κανείς πάντα μαζί του, ακόμη και στο ιερότερο μέρος, τα ταπεινά του πάθη και τις αδυναμίες του.
Η ωραία Λήδα μ’ εκοίταξε λοξά, ναι ασφαλώς μ’ εκοίταζε κάτω από τα βαριά μισοκλεισμένα βλέφαρά της. Στα πρόσωπα των άλλων ήταν ζωγραφι­σμένη η αδιαφορία.
—Τι φαντασία, και τι σοφός που είσθε!
Στράφηκα προς την θερμή φωνή και αντίκρισα τα βαθυσκίαστα πράσινα μάτια προσηλωμένα επάνω μου σοβαρά κι εκπεπληγμένα.
Πώς, τολμά να με κοροϊδεύει αυτό το κοριτσόπουλο με το Baedeker στο χέρι; Της έδειξα με το βλέμμα το βιβλίο που κρατούσε ακόμη ανοιχτό.
—Μάθατε απ’ έξω το μάθημά σας;
Έκλεισε τον οδηγό και σηκώθηκε.
— Προσπαθώ να μάθω κι εγώ και να γίνω σοφή σαν και σας.
Έγινα έξω φρενών, περισσότερο με τον εαυτό μου που άφησα να παρασυρθώ.
—Και όμως, της λέγω, στους σοφούς δεν κάνουν τέτοια υποδοχή όπως αυτή που σας έκαναν σήμερα το πρωί. Οι φωνές και τα ζήτω έφθασαν ως το δωμά­τιό μου.
Τα μάτια της γέμισαν χρυσές λάμψεις. Άπλωσε για μια στιγμή τα χέρια προς την μεγάλη θερμάστρα κι έπειτα έστρεψε τα νώτα και βγήκε αλύγιστη. Ξαναείδα την σιλουέττα του διαδρόμου.
—Τι φρικτά πρωτόγονη που είναι η εξαδέλφη σου, Καίτη, παρετήρησε η Λήδα. Είσθε προ δύο ετών στις Δελφικές εορτές; μ’ ερώτησε κατόπιν. Ομολογώ πως με αφήκαν ψυχρή. Έλειπε το πνεύμα της Πυθίας. Αυτή η ακατάληπτη παρθένος που σφαδάζει μέσα στους μαντικούς ατμούς την στιγμή της εξαν­τλητικής επικοινωνίας με τον θεόν. Φαντάζομαι πως η Άρτεμις, η παρθένος αδελφή του θεού, παίρνοντας κάποια γήινη μορφή θα την παρηγορούσε κάθε βράδυ μέσα στο παρθενικό της κρεβάτι.
Τώρα εξηγώ την έκφραση του μίσους που έχει το βλέμμα της όταν μιλά για την Βίργκω. Και η Λήδα είναι μια ιέρεια, άλλα ούτε της Σαπφούς αποκλειστι­κώς ούτε της Αφροδίτης. Είναι ιέρεια μιας περιπλό­κου και μοιραίας θεότητος που την καίει η φλόγα της αχαλίνωτης ακορεστείας. Η ηρεμία των αμυήτων την πειράζει στα νεύρα.
Οι δύο Κυρίες σηκώθηκαν να παν στο δωμάτιο τους και είπαν ότι σε λίγο θα επιστρέψουν να μας πάρουν στα αρχαία. Η Λήδα με ρώτησε αν θα τους συνόδευα κι εγώ. Ω όχι, εγώ έχω εργασία. Έχασα όλο το πρωί. Είναι καιρός.
—Ξέρεις τι ήταν τα ζήτω; μου είπε ο Στέφανος μόλις έφυγαν. Αυτά τα γουρούνια ο Ριρής και ο Σώσος, και έδειξε τους άλλους δύο νέους, σήμερα το πρωί, καθώς η Βίργκω έσκυβε να πιάσει κάτι από χάμω, είδαν το στήθος της μέσα από την μπλούζα που έχασκε. Λένε πως είναι το όγδοον θαύμα. Γι’ αυτό της γίνηκε αυτή η υποδοχή.
Τι μ’ ενδιαφέρουν αυτές οι ανοησίες; Πλησιάζω το παράθυρο και χάσκω αφηρημένος.
—Τίνος Δροσινού είναι; ρωτώ.
—Του αξιωματικού του ναυτικού που σκοτώθηκε πριν από καμπόσα χρόνια.

Για το Λεμονοδάσος  περισσότερα εδώ 



Eroica

Η «Eroica» είναι εκείνο από τα έργα του Κοσμά Πολίτη με το οποίο ταυτίσθηκε απολύτως το όνομά του. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τα μεγάλα έργα. Και είναι μεγάλο ένα έργο, όταν πετύχει να συνδυάσει την αρτιότητα της τέχνης με τον θεματικό χώρο τον οποίον επιλέγει ο συγγραφέας για να επικοινωνήσει με τον κόσμο μας. Ο Πολίτης πέτυχε απολύτως τον στόχο αυτό με την «Eroica». Μέσα από τον θεματικό χώρο της λεγόμενης Λογοτεχνίας της Εφηβείας δημιουργεί ένα καθαρά ποιητικό κείμενο, αφηγούμενος τα έργα και τις ημέρες μιας ομάδας νεαρών εφήβων με άξονα τον έρωτα-θάνατο και την φιλία. Ένα έργο κλασικό, τουλάχιστον για την νεοελληνική γραμματεία.http://www.greekbooks.gr/

Απόσπασμα 

Tο ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο – μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.
Μια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ’ το κατώφλι της καγκελόπορτας: 
– Ε! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παληόπαιδα!
– Αλτ! πρόσταξε ο αρχηγός.
Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρισκότανε μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ’ άλλα που συνοδεύαν με κραυγές κι αλαλητό. Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα.
Ο αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό.
– Για να σου πω, της λέει. Βρωμοδουλικό! Ο δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει.
– Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα.
Τα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα: – Ου, ου, Παπακοκός – ου, ου, Παπακοκός – ου, ου... – Βζζζτντάν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλλα με την επιγραφή: «Χ. Παπακωστόπουλος, Ιατρός».
– Τώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε μέσα με ορμή δίνοντας μια της πόρτας.
– Βρε να πάρ’ η ...Ο γιατρός ξέρει τον πατέρα μου, είπε κάποιος από την παρέα.
– Εμπρός, μαρς! διάταξε ο αρχηγός.
Ένας από τους μπροστινούς άρχισε να φυσάει στην τρουμπέττα – σαν αυτές του σκουπιδιάρη και του γαλατά – και ξεκίνησαν πάλι με τρεχάματα και βουητό. Μπροστά τους ένα κίτρινο γιατί πάσχιζε να ξεφύγει με τσαλίμια, μα σαν είδε το παρακακό σκαρφάλωσε στο βόλτο και νιαούριζε από ψηλά.
– Αλτ!... Αντρέα, είπε αυτός με τη χρυσαφιά περικεφαλαία, τρέχα ίσαμε τη γωνιά και κύτταξε μην έρχεται κανένας.
– Αν κάνει πως ξεμυτάει το Παπακοκάκι ο γυιος του, θα τον συγυρίσω μια χαρά, μουρμούρισε φεύγοντας ο άλλος.
Το ψηλό εκείνο σπίτι με τα ευρωπαϊκά κεραμίδια ήταν το τελευταίο μετά το σπίτι του γιατρού στο ερημικό ετούτο μέρος, τα Πάνω Περιβόλια. Μερικές βίλλες χωμένες μέσα στην πρασινάδα τραβούν γραμμή από τη μια μεριά του δρόμου. Η αντικρυνή κατέβαινε απότομα.
Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά. Την άνοιξη όμως το φύλλωμά τους φουντώνει μια χαρά και τότε τις μαδούσαμε αλύπητα με βέργες και με πετονιές. Τρέφαμε κάμποσα μεταξοσκούληκα μέσα σ’ ένα κουτί, έτσι, από περιέργεια, φιλοσοφώντας ασυνείδητα πάνω σε τούτο το μυστήριο. Κι έπειτα, πεισμωμένοι κι ανικανοποίητοι, παιδεύαμε τις κάμπιες με μια ένστικτη, βουβή, παιδιάτικη απονιά. Κάποτε μάλιστα μας πήρε στο λαιμό του ο Σταύρος. Βεβαίωνε πως μέσα στα κουκούλια οι κάμπιες πιπιλίζουν την ουρά τους – την άκρη του τελευταίου σπόνδυλου εννοούσε – κι έτσι μας έπεισε να τ’ ανοίξομε δίχως να περιμένομε να βγούνε οι ψυχές. Φυσικά, δεν είδαμε τίποτα τέτοιο, μονάχα που ψοφήσαν για καλά τα ζούδια του Θεού – ως και η φτερωτή ψυχούλα τους ακόμα – και πήγε στράφι ο σπόρος τη χρονιά εκείνη. Αυτά όλα είχανε κάποια σχέση ανομολόγητη και με τη σχολική παράσταση που δώσαμε στις εξετάσεις. Την ώρα που ο Σωκράτης – μια και τέλειωσε ο ρόλος του – έβγαλε τη γέρικη περούκα κι έπιασε να ξεσφίγγει από τη μέση του τη σπάθα του ιππότη, ένας κύριος που όλο και στριφογύριζε κοντά στα καμαρίνια τού σκάζει δυο φιλιά στο σβέρκο και του κάνει: – Ώχουτο, από κάμπια μεταμορφώθηκε σε όμορφο αγόρι!... Ο Σωκράτης θύμωνε όποτε του θυμίζαμε το περιστατικό.
Εκτός απ’ τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, άλλοι ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλαζοι από μακρυά. Εκεί δίπλα παρατήσαν τα παιδιά το καρροτσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα. Ο ιδρώτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπά τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο.
Πιάσανε τη συζήτηση για το μεγάλο εκείνο φορτηγό, βαρύ κι ακούνητο πάνω στα θολά νερά του λιμανιού, δεμένο πλάι στον κυματοθραύστη. Απ’ έξω τον βαράνε οι θαλασσιές, τρεις-τρεις, η μια πάνω στην άλλη. Τι να φορτώνει άραγε, χαρούπια ή γλυκόριζα; Τα σάτια κι οι μαούνες χοροπηδάνε ασουλούπωτα.
– Μια φορά δε γίνεται νάναι γλυκόριζα, τους λέει ο Κλεόβουλος. Δεν απόμεινε ούτε μια μπάλα πια στην αποθήκη μας.
– Ναι, αλλά όμως πέρυσι τέτοιον καιρό... – Καπνά, λέει ένας άλλος.
Κοντά στην Ελεμίνθα, στα ρηχά, η θάλασσα κυλάει πρασινοκίτρινη κι ασπριδερή, μα στ’ ανοιχτά φουσκώνει αφρισμένη και μαβιά και όσο πάει αλογιάζει. Μια σκούνα τραβάει να σπάσει το σκοινί. Όλο κουνάει το μπαστούνι δείχνοντας στο απόμακρο την κόκκινη πιτσιλωτή αχνάδα. Ο Αλέκος άρχισε να λέει, πως, καθώς διάβασε προχθές σ’ ένα βιβλίο, κάποιος Βάσκος δε Γάμα στα κοράλλινα νησιά... – γελάσανε οι άλλοι μια στιγμή, μα είχαν πιο πολύ το νου τους στα σημάδια του καιρού. Από την καμινάδα του εργοστάσιου βγαίνει κουβάρι ο καπνός και ξετυλίγεται και ανεμίζει πάνω απ’ το καμπανιαριό. Δε χωρεί αμφιβολία, φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Κι αύριο είναι Κυριακή!... Άλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή – χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
Μερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν’ ανασάνουν. Εκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που νάρχεται στη μέση, κατακούτελα, το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου.
– Κάνει νόημα πως όλα είναι ήσυχα, έκοψε κάποιος την ομιλία πάνω στον καιρό.
Από την άλλη άκρη χειρονομούμε ο Αντρέας. Ο αρχηγός τού φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον κύτταζε με κάποιο καμάρι – πάντα έτσι τον κύτταζε – καθώς ροβόλαε προς τα εδώ, ανάλαφρος κι αερικός.
(Πρέπει να πω δυο λόγια σχετικά με τον Αντρέα. Τελευταία, μιλούσαμε για τα περασμένα με τον παληό μας δάσκαλο της γυμναστικής – συνταξιούχο τώρα πια. – Πώς μπορώ ποτέ να ξεχάσω το αγόρι εκείνο! μου λέει. Η αρμονία χυνότανε στο κορμί του και κάλυπτε τους μυώνες μ’ έναν διάφανο πέπλο, έτσι που η δύναμή τους εκδηλωνότανε σε γραμμική απαλότητα και ρυθμική ευκινησία. Θα έλεγα σε μια μεστή, δυναμική νωχέλεια, κάτι σαν τρόπος δωρικός. Προ πάντων τις στιγμές της μαρμάρινης εκείνης ηρεμίας όταν, με το βάρος του κορμιού του ζυγισμένο πάνω στο δεξί του πόδι, άφηνε τη ρεμβή ματιά του να περιπλανιέται – πάντα κάπως αλαργινή. Τη μέρα της εκδρομής στο Σιμιανό, τότε που οι δυο σας... – Κάνετε λάθος, δεν ήμουν εγώ, τον σταμάτησα μη μπορώντας να υποφέρω περισσότερο μια τόσο εκζητημένη φλυαρία).
Εκεί στη μέση του δρόμου, στοιβάζανε ξερόθαμνους, κλωνιά, κομμάτια ξύλα, ό,τι βρέθηκε του χεριού. Ο αρχηγός τα στραβοκύτταξε: – Μιζέριες! Ελάτε δυο μαζί μου, εσύ Αλέκο κι ο Μιχάλης. Πάρτε και το σκοινί με το γάντζο. Εσείς οι άλλοι ανάφτε τη φωτιά. Αντρέα παλληκάρι μου, το νου σου στην αντλία.
– Τι θα κάνομε; ρώτησε ο Μιχάλης.
Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. Αν δε γελιέμαι, πάνω απ’ αυτό τον τοίχο κάθε άνοιξη μοσχοβολούσε το λεπτό της άρωμα η γκλυσίνα κι έγερνε από ψηλά, ειρηνική και λίγο ξέθωρη, σα ζωγραφιά ιαπωνέζικης βεντάλιας. Λίγο παραπέρα, καταμεσής του μαντρότοιχου, μια μεγάλη δίφυλλη σιδερένια πόρτα έμενε – και μένει ακόμα– κλειστή και αχρηστεμένη. Το χώμα έχει μαζευτεί στις χαραμάδες και χορτάριασε με τον καιρό. Κάτι κίτρινα λουλουδάκια – κιτρινολούλουδα τα λέγαν – ξεφυτρώσανε μέσα στο κούφιο στόμα του λιονταρίσιου κεφαλιού απ’ όπου πριν κρεμότανε βαρύ το σιδερένιο ρόπτρο. Έτσι χορταριασμένη και μουγγή, έδειχνε με τον τοίχο ένα. Μα ώρες-ώρες, το δειλινό (τόχε η στιγμή; – κάποια μενεξεδένια ουσία στον αέρα ή που φωλιάζει μέσα μας εδώ;) περίμενες πως τα θυρόφυλλα εκείνα θ’ ανοίγανε ανάλαφρα, κάποια μορφή σα να στεκότανε εκεί, ψηλόλιγνη, ξανθομαλλούσα, δυο μάτια ολοκάθαρα κυττάζαν με αγάπη (τι ιδέα!). Και το μακρόστενο, το σιταρί της χέρι, παρθένο από στολίδια – ποιο νάταν το σημάδι που τόδειχνε γυναίκας και όχι κοριτσιού; – ακόμα υγρό από φιλιά, χαιρέταγε με ολόψυχη φιλία τον άγνωστο περαστικό διαβάτη, έτσι σα νάλεγε: – Είναι δικό σου το χέρι μου ετούτο σ’ όλη μου τη ζωή, για πάντα... Και ήταν σα να κράταγε στην αγκαλιά ένα γλυκό παιδάκι, σα νάλεγε:
– Κι αυτό είναι δικό σου, ποια σημασία μπορεί νάχουνε τα περασμένα;... Και ξεκινώντας ο διαβάτης πάνω στο σκονισμένο δρόμο, να στρέφει το κεφάλι και να γνέφει σοβαρά προς την τρελλή ετούτη φαντασία: – Ναι, έτσι θα γίνει, παρθένα ονειρεμένη. Τόξερες από πάντα. 

Ο Μιχάλης τα χρειάστηκε με τα σχέδια του αρχηγού.
– Βρε συ βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου! Θα βρούμε το μπελά μας!
Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε, και φέρνοντάς το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαμάρι του μαντρότοιχου. – Σκουντάτε με από κάτω, τους λέει, και μια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο. – Η σειρά σου, φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωμένος. Από τότε, μονάχα για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. Ο άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του.
Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα μέσα σε σπίθες και τριξίματα, ο τόπος γέμισε καπνό. Τα μάτια του αρχηγού γυαλίσανε. – Βίρα! τους φώναξε από ψηλά.
Το νερό ξεπήδησε απ’ το σωλήνα και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.
Τον βλέπω ακόμα το μεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάτικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαμάρι του μαντρότοιχου – σαν το παληό εκείνο χάλκινο μιξοβάρβαρο παιδί πάνω στο κολοβό του άτι, στο μουσείο – χειρονομούσε με σφιγμένους γρόθους, αναδευότανε κι αγκομαχούσε – χαχ-χαχ-χαχ – και κάθε τόσο ξέσπαζε μια ιαχή παράτονη σα γέλιο ξωτικού. Ο Κλεόβουλος με τον Αντώνη αντί να βοηθούν χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιμίντρισε μέσα στην έξαψή του κι ανατινάχτηκε ορμητικά. – Βρε σεις! έβαλε μια φωνή... Στην αναμπουμπούλα πάει κι η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλυστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περιπλοκάδα – κι από κει, κλαρί-κλαρί, μ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάμω, από την άλλη μεριά.
– Τώρα; ρώτησε δίπλα του ο Αλέκος. Πάμε στην είσοδο να ζητήσομε την άδεια... 
– Κουρουφέξαλα!
– Θα μας αφήσουν μόλις πω τ’ όνομά μου.
– Σκασμός!
Έσυρε το σκοινί και μανουβράρισε το γάντζο. Σε μια στιγμή γλυστρούσε κιόλα μέσα στο ξένο περιβόλι. – Φσσστ! σφύριξε σιγανά του Αλέκου κάνοντάς του νόημα να κατεβεί κι αυτός. Μα ο Αλέκος κουνούσε τα χέρια του από ψηλά κι έγνεφε όχι, δεν είναι σωστό, να πάρει γρήγορα την περικεφαλαία και ν’ ανεβεί. Εκείνος του έδινε να καταλάβει πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει. Κάτι πρέπει να βρήκε, τίποτε μικρές νεροχελώνες ή καμμιά νυφίτσα σαν αυτές μέσα στο δάσος. Τι μέλλει γενέσθαι – έτσι δε λένε; Τούτος εκεί δεν είναι στα καλά του, χτυπάει το πόδι και κάνει φασαρία. Δεν τόχει τίποτα να... Και τότε;...
Διασκέλισε κι αυτός τον τοίχο και κατέβηκε γλυστρώντας πάνω στο σκοινί.
– Σσσς! Άκουσα ομιλίες, του κάνει ο άλλος.
Η περικεφαλαία γυάλιζε καταγής, δύο βήματα πιο πέρα. Μπροστά στις πασχαλιές απλώνεται μια στενή λουρίδα γιούλια – πρέπει νάνια γιούλια τα μουντά εκείνα φύλλα που κάθουνται στο χώμα και κλωσσάνε. Πιο κει απ’ το χαντάκι ένα σύδεντρο γεμίζει το μάτι και το σταματά.
– Πάμε να φύγομε, του λέει ο Αλέκος.
– Μια στιγμή. Μπορεί νάναι και το νερό στ’ αυλάκι εκεί κάτω. Άκου...
Στήσανε τ’ αυτί τους. Δε φαίνεται ψυχή. Κάποιο κλωνάρι τρίζει – μα κάτι ακόμη σάλεψε, πίσω εκεί, ένα χαρχάλεμα στα φύλλα ή σα γατίσια περπατησιά.
– Πάμε, του λέει πάλι ο Αλέκος. Μα ο άλλος του κρατούσε το μπράτσο και δεν κουνούσε από τη θέση του.
Πατούσαν σε σαπιόφυλλα. Κάτω από το θόλο της περιπλοκάδας ο μαντρότοιχος ξεφλουδάει, σκεπασμένος εδώ κι εκεί με πράσινους γυαλιστερούς λεκέδες. Άμα τους ξύσεις θα ξεπεταγόταν βέβαια σκουλήκια κι εκατοποδαρούσες. Μπορεί να βρίσκανε χωμένο εκεί κι ένα κολλιέ από μαργαριτάρια – εν περιδέραιον μαργαριτών...
Κάνει ψύχρα, ο αέρας είναι υγρός. Κάπου κρύφτηκε ο ήλιος. Οι φωνές αυτωνών έξω φτάνουν παράταιρες και ξαφνικές. Μυρίζει ανακατωμένα χωματίλα και καμένο ξύλο.
Η ώρα περνούσε. Κάθε τόσο τρέχουν κρυάδες πάνω στο κορμί, κάθε φορά πιο σύντομα. Τα γόνατά τους τρεμουλιάζουν. Τι θα γινότανε νάβαζε τη στριγγλιά του εκείνη και να τόσκαζε στα πόδια; Έτσι, για να περάσει το κόψιμο στην κοιλιά κι εκείνο κει το σφίξιμο πιο κάτω. Ή αν... ή αν... ή αν εκεί καταμεσής... – Ποιος γκάινταρος; θα ρωτούσε ο πρόξενος. – Ποιος τόλμησε;... Μπορεί να τόλεγε και γαλλικά, όλοι αυτοί μιλούν και γαλλικά εκτός από τη γλώσσα τους. Καμμιά φορά κι εγγλέζικα. –Who dared?1 μουρμούρισε από μέσα του. – Την πάθαμε! του κάνει ο Αλέκος.
Πώς δεν το πήραν είδηση νωρίτερα; Σκυμμένο πάνω στην πράσινη λουρίδα, ένα κοριτσόπουλο ανασκαλεύει τα χαμόφυλλα ψάχνοντας φαίνεται για μενεξέδες. Ο ήλιος είχε στρίψει τη γωνιά του σπιτιού κι έπεφτε απλωτός δίπλα στις πασχαλιές. Τα κλωνιά τους λάμπανε κοκκινόμαβα, μενεξεδιά, θαρρείς το χρώμα τούτο έπαιρνε κι η πλεξίδα στην πλάτη της κοπέλας – μιαν απόχρωση μεταλλική, ατσαλένιο και μπρουντζί μαζί, μαβί και κόκκινο. Τα δυο αγόρια κρατούσαν την ανάσα τους κυττάζοντας από τον καταρράχτη των κλωνιών.
Η μικρή γύρισε το κεφαλάκι της προς τα εκεί, έτσι λοξά, κι έμεινε μια στιγμή προσεχτική και υποψιασμένη.
– Άι! έβαλε μια φωνή και τινάχτηκε όρθια. Μερικά λουλούδια σκόρπισαν απ’ τα χέρια της. Δάγκωνε τα χείλια της και ζουλούσε με τα δάχτυλα τον καρπό του αλλουνού χεριού.
Ο Αλέκος στριμώχτηκε στον τοίχο. Μα ο άλλος παραμέρισε τα κλωνιά και βγήκε στη φόρα μπροστά στο κοριτσόπουλο.
– Σε κέντρισε μια μέλισσα, της λέει. Δεν είναι τίποτα – στάσου μια στιγμή.
Έσκυψε πάνω στο χώμα κι έφτυσε κάμποσες φορές. Έπειτα τόσκαψε με τα δάχτυλα, τα ανακάτωσε και πήρε λίγη λάσπη.
– Δώσε μου το χέρι σου. Μη φοβάσαι.
Εκεί, στον καρπό του δεξιού χεριού, από το μέσα μέρος, κάτω από τη χούφτα, το δέρμα φούσκωνε γύρω σ’ ένα κόκκινο σημαδάκι ανάμεσα σε δυο γαλάζιες φλεβίτσες. Της κόλλησε τη λάσπη πάνω στο πρήξιμο. – Άφησέ την ώσπου να ξεραθεί, θα πέσει μοναχή της, ματμαζέλ, της κάνει.
Κύτταζε μια το χέρι της και μια το ψηλό αυτό αγόρι με τη μεγάλη στοματάρα που σκούπιζε τα λασπωμένα χέρια του στο πίσω μέρος του πανταλονιού.
– Πώς βρέθηκε εδώ; Τον ρώτησε πασχίζοντας να κάνει αυστηρή την παιδιάτικη ματιά της. – Πώς! Έχεις και παρέα! πρόσθεσε βλέποντας τον Αλέκο να ξεπροβάλλει από τα κλωνιά.
Εξέταζε με το μάτι τα χάλια τους, τα γδαρμένα γόνατα του Αλέκου, τα λερωμένα χέρια τους, τα ιδρωμένα μούτρα, τα πανταλόνια του αλλουνού όλο χώματα και σουβάδες.
– Παίζαμε... άρχισε ο Αλέκος. Nous jouons aux pompiers2.
– Πούναι η περικεφαλαία σου εσένα; ρώτησε τον άλλο. 
– Εγκώ ντεν έκει περικεφαλαία, της αποκρίθηκε.
Το αίμα της ανέβηκε στο πρόσωπο.
– Γιατί με κοροϊδεύεις; Μιλώ πολύ καλά τα ελληνικά.
Τα μιλούσε καθαρά, με ανεπαίσθητη ξενική προφορά, μάλλον ένα τσίβδισμα ελαφρό επειδή δεν άνοιγε τα δόντια της αρκετά.
– Να φωνάξω τον πατέρα μου να δείτε! Τους φοβέρισε... Σιγά, τους λέει αμέσως, ακούω περπατησιές, ελάτε στην orangerie3.
– Πρόσεχε, κράτα το χέρι σου τεντωμένο, της λέει ο άλλος.
Λυγισμένοι στα δυο, προχώρησαν ίσαμε κάτω από τις πορτοκαλιές. Εκεί μέσα θα μένανε δίχως καμμιά ενόχληση. Από το έξω μέρος ένα ψηλό πράσινο καφασωτό τραβούσε κατά μάκρος, στηριγμένο κάθε τόσο σε κολόνες από μάρμαρο λευκό. Σκαρφάλωνε λιγνός ασπάραγγος με αραχνένια φύλλα, είχε φτάσει κιόλα ως τα μισά, κι έβλεπες τα στριφτά βλαστόκορφα να ψάχνουν λίγο στα τυφλά για να πιαστούν και ν’ ανεβούν το δρόμο τους. Κόκκινα βάζα στην κορφή κάθε κολόνας χύνανε άλλη πρασινάδα: μακρυά κλωνιά σαν κέρινα με κρινοδάχτυλα και ρόδινα νυχάκια – τόσο πολύ σε ξεγελούσε η τρυφερή τους όψη.
Μονάχα που η κάλτσα της μικρής τρίφτηκε σ’ ένα κλαρί κι έφυγε κάποιος πόντος αφήνοντας μια πιο ανοιχτή γραμμή. Τώρα θα πάει ως κάτω, είπε κυττάζοντας περίλυπη τη ζημιά. – Ε, δεν πειράζει!
Με προθυμία, ο Αλέκος σάλιωσε το δάχτυλό του, κι έπειτα, λίγο τρεμουλιαστά – πάντα ωστόσο αδέξιος – το ακούμπησε στην κάλτσα, καταμεσής της γάμπας, εκεί που είχε σταματήσει το κακό, λίγο πιο κάτω από τον ποδόγυρο της φούστας. Έτσι έκανε η αδελφή του σε κάτι τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις.
– Ευχαριστώ. Πώς τόξερες;... Πείτε μου τώρα τα ονόματά σας.
– Πρώτα οι κυρίες, ladies first, έκανε το άλλο αγόρι με μιαν ιπποτική χειρονομία. Πώς σε λεν εσένα;
– Μιλάς εγγλέζικα; τον ρώτησε.
– Βέβαια, έχω εγγλέζα δασκάλα στο σπίτι. Σε όλα πρώτα οι κυρίες, έτσι δεν είναι το σωστό;
– Μα όχι και στη σύσταση!
– Α, ή όλα ή τίποτα! Ξέρετε, τους λέει βάζοντας τα γέλια, μια φορά είπανε να κρεμάσουν κάποιο αντρόγυνο. Ο δήμιος πιάνει πρώτα τον άντρα μα εκείνος του δείχνει τη γυναίκα του.
– Μη ξεχνάς την εθιμοτυπία, του λέει. Ladies first! Κρέμασε πρώτα τη γυναίκα μου παρακαλώ...
– Το κορίτσι στραβομούριασε:
– Πολύ ωραία! Τέτοια μαθαίνεις με τη δασκάλα σου; Μπράβο!
– Αυτό μας το διηγήθηκε ο δάσκαλος στο αμερικάνικο σκολειό. Τι τάχα;
– Ο φίλος σου έχει πιο καλή ανατροφή.
– Παραμέρισαν κάτι χαμηλά κλωνιά. Πολύ παράξενες ετούτες οι πορτοκαλιές! Ταιριάζανε σε όλες τις εποχές του χρόνου, φορτωμένες πορτοκάλια, εδώ ακόμα πράσινα κι αλλού πιο γινωμένα και άλλα έτοιμα να πέσουν μοναχά τους από το κλαρί. Και πάλι όλα τα δέντρα είχαν εδώ κι εκεί κλωνιά με άδετα λουλούδια – μην ήρθε κιόλα η άνοιξη; Αλήθεια, πέρασε – α, όχι δα! Τώρα μας έρχεται όπου νάναι.
– Είσαι μόρτης, πρόσθεσε η μικρή κυττάζοντάς τον λίγο λοξά.
Ο Αλέκος πήρε ύφος κι έκανε τη σύσταση: Ο φίλος μου Λοΐζος Τραβεζάνος.
– Πώς;
– Λοΐζος Τραβεζάνος, είπε κι ο ίδιος, ή, αν προτιμάτε, ματμαζέλ, με λένε... μόρτη.
– Λοΐζο Τραβεζάνο; ψιθύρισε κι εκείνη.
– Εμένα με λένε Αλέξανδρο Κοδράτο. Θάχεις ακουστά βέβαια τ’ όνομά μου.
– Α, ναι... έκανε λίγο αφηρημένη.
Πώς, της λέει. Γνωρίστηκε με την αδελφή του στο τσάι της κυρίας Κονέκτικου. – Στης κυρίας Κονέκτικου; – Βέβαια. Δεν τη λένε Τερέζα Μοντεκούκουλι;
– Χα-χα! Μιλάει καλέ για τη μεγάλη μου αδελφή. Εμένα τ’ όνομά μου είναι Μόνικα. Έπειτα ρώτησε ζωηρά: 
– Ώστε λοιπόν δεν είσαστε παιδιά του δρόμου:
Ο Λοΐζος γέλασε: – Τι κρίμα, ε! Αν τόχεις όρεξη έλα να παίξομε μαζί, της πρότεινε.
– Αυτό μας έλειπε!
Σήκωσε λίγο τα μάτια της και τον περιεργάσθηκε σα νάκανε κάποια εκτίμηση. Τι παιδί! Και πρέπει νάναι μεγαλύτερός της – ένα χρόνο, ίσως και δυο, θα πέρασε τα δεκαπέντε, ή τόσο πάνω-κάτω.
– Εμένα μ’ αρέσουν οι σοβαροί άντρες, του λέει.
– Σου τόπα έτσι, από εύγένεια. Έχω χίλιες φορές καλύτερα την παρέα των αγοριών!
– Μ’ αρέσουν οι σωστοί άντρες.
– Τι ξέρεις από τέτοια;
– Βέβαια δεν ξέρω... Να, έτσι καταλαβαίνω...
Περπατούσαν με αργό βήμα, μια πάνω μια κάτω. Ο Αλέκος ακολουθούσε τους δυο άλλους βαδίζοντας στη μέση του δρομάκου για να μη χτυπάει στα κλωνιά η περικεφαλαία. Η μικρή σταμάτησε για μια στιγμή και σήκωσε το αριστερό της χέρι να κόψει κάποιο ανθισμένο κλώνο. Χμ, να, τώρα θα τους προσφέρει από ένα κομματάκι, έτσι, στρογγυλεύοντας το μπράτσο και υψώνοντας το μικρό της δάχτυλο για να δείχνει πιο χαριτωμένη τάχα... Εκείνη, έχωσε το μουτράκι της μέσα στον ανθό. Τα μάτια της, μεγάλα και κάπως παραξενεμένα, ρεμβάσανε ανάμεσα στα φύλλα του κλωνιού – μια παιδιάτικη ρέμβη, μια ιδέα – και δυο χείλια, λίγο σκασμένα τώρα το χειμώνα, σιγοπαίζανε πάνω στα λευκά λουλούδια. Σα νάσυρε και κάποιες λέξεις ξενικές ω, καταλάβανε πως είπε dolce4, τόσο πράμα δα – μ’ όλο που πρόφερνε ντόλτche και η φωνή της χασομερούσε στις συλλαβές του τόνου.
– Πφ! έκανε ο Λοΐζος, ονειρεύεσαι με ορθάνοιχτα μάτια!
Ο Αλέκος στεκότανε και την κύτταζε στερεώνοντας μηχανικά την περικεφαλαία πάνω στο κεφάλι του. Η Μόνικα εκνευρίστηκε:
– Γιατί δε βγάζεις επί τέλους την περικεφαλαία σου; του φώναξε πετώντας το κλωνί.
Ο Λοΐζος χαχάνιζε. Τον έτρωγε το λαρύγγι του.
– Αχ! λέει εκείνη του Αλέκου, δεν τόπα για σένα, δεν ήθελα να πω αυτό. Έλα να περπατήσουμε.
Τον πήρε από την αντίθετη διεύθυνση.
– Αχ, δεν ήθελα να πω αυτό, του λέει πάλι. Να, δε φέρθηκα μαζί σου όπως πρέπει για να μην κάνω τίποτα χειρότερο και τον προσβάλω. Γιατί να λέει πως κοιμάμαι ορθή;
– Δεν είπε αυτό, παρατήρησε ο Αλέκος· είπε πως...
– Πως ονειρεύομαι ξύπνια... 
Τι τον ενδιαφέρει τον άλλο, του λέει, αν ονειρεύεται αυτή; Και πρώτα-πρώτα βέβαια δεν ονειρεύεται, αυτό βέβαια όχι. Τυχαίνει κάποτε ν’ αφαιρεθεί, αυτό είναι όλο. Ή, το πολύ, παίρνει αφορμή απ’ όσα βλέπει γύρω της – να, δες το σύννεφο εκείνο πάνω απ’ τον ανεμοδείχτη – και συλλογιέται χίλια πράματα. Μονάχα οι κουτοί τα βλέπουν όλα όπως είναι, δίχως να τα στολίζουνε με κάτι δικό τους. Αν ήταν έξυπνος ο άλλος, έπρεπε να το καταλάβει. Μα είναι κακός. Η νταντά της λέει πως μονάχα οι κακοί δεν αγαπούν τα παραμύθια...
Μιλούσε, όλο μιλούσε για να ξεθυμάνει.
– Δεν είναι κακός, της λέει, μα να, είναι πάντα έτσι.
– Δεν θάναι κακός, μπορεί να μην είναι κακός, επανάλαβε κι εκείνη. Έπειτα ξέρω πως τ’ αγόρια είναι διαφορετικά, δε μας καταλαβαίνουν.
– Βέβαια είναι διαφορετικά – ω, βέβαια. Ωστόσο, κι αυτός κάποιες φορές νιώθει κάπως αταίριαστος μέσα στη συντροφιά των αγοριών, μασάει τα λόγια κι η γλώσσα του μπερδεύει πάνω σε κάποιες λέξεις. Να, όπως τη μέρα που τα δυο σκυλιά στο δρόμο... Ενώ τώρα, δίπλα στο κορίτσι ετούτο – βέβαια την καταλαβαίνει, πώς γίνεται να μην την καταλάβει!...
– Θέλεις να σου δανείσω τα παραμύθια του Άντερσεν; τη ρώτησε.
– Τάχω διαβάσει. Ένα σωρό βιβλία, ω, από βιβλία...
– Έχω χίλιες φορές καλύτερα ιστορίες με cow boys5! τη διάκοψε πίσω τους ο Λοΐζος.
– Α! ξαφνιάστηκε η Μόνικα. Τόκανες επίτηδες να με θυμώσεις! Να τώρα, έχασα τους μενεξέδες μου!
– Πέσανε τότε που σε κέντρισε η μέλισσα.
– Σπουδαίο πράμα πως με κέντρισε μια μέλισσα! έκανε τινάζοντας το χέρι της. – Τι ώρα είναι; Δεν έχεις ούτε ρολόι! Πρέπει να ντυθώ για το μάθημα του χορού. Εσείς να πάτε από κει τοίχο-τοίχο, να βγείτε από το πορτόνι.
Έμεινε μια στιγμή ακουμπισμένη στην ακρηανή κολόνα κι έπειτα πήρε απότομα την πλαγινή αλέα, βιαστική, λίγο ξεγοφιασμένη, με την πλεξίδα γυρισμένη από μπροστά. Σε κάθε διασκελιά το ένα πόδι στραβοκάνιαζε ανεπαίσθητα. Τώρα που δε φαινότανε το πρόσωπο έδειχνε κάπως αγορίστικη – ασχημάτιστη ακόμη, λίγο πιο παχουλή μονάχα εκεί, κάτω από τη μέση. Στο ανοιχτό ετούτο μέρος του περιβολιού τα μαλλιά της έπαιρναν το φυσικό τους χρώμα, σκούρα ξανθά μ’ ένα τόνο μπρουντζί εδώ κι εκεί, όπου τα χτύπαγε το φως.
Ο Λοΐζος σήκωσε το κεφάλι του σα να μύριζε τον αέρα:
– Δεν ακούω την φωνή του Αντρέα, είπε με ανήσυχα ρουθούνια.
Τοίχο-τοίχο, κρυμμένοι από τους κυανούς ευκάλυπτους και τα γυρτά κλωνιά, φτάσανε στο ανοιχτό πορτόνι. Η Μόνικα στεκότανε κιόλα εκεί κάνοντας πως εξετάζει τη σκισμένη κάλτσα.
– Από δω θα βγείτε, τους έδειξε. Αλήθεια, κάνει του Αλέκου, δεν ξήλωσε παρακάτω. Είσαι πολύ άξιος και πολύ καθωσπρέπει.
Έτεινε το δεξί της χέρι ν’ αποχαιρετήσει. Η λάσπη είχε πέσει, μόλις δακρινότανε το πρήξιμο. Μα ούτε λέξη για την περιποίηση της κεντριάς. Έτσι λοιπόν, μονάχα οι κάλτσες λογαριάζουν, μονάχα οι κάλτσες!...
– Το χέρι σου πέρασε, μην το κρατάς πια τεντωμένο, της λέει ο Λοΐζος και βγήκε γρήγορα στο δρόμο παρασύροντας μαζί του τον Αλέκο πριν προφτάσει αυτός να χαιρετήσει.
Τα δυο αγόρια στρίψανε τη γωνιά. Εκτός απ’ τη γρηούλα που περνούσε, ο δρόμος ήταν έρημος. Πιο δω απ’ το γεφύρι βρήκανε το σωρό τα ξύλα, μισοκαμένα, μέσα σε νερά. Ως κι οι αθάνατοι πιτσιλισμένοι λάσπες και στ’ αγκάθια τους κρεμότανε καπνιές! Τι γίνηκαν με την αντλία τους οι άλλοι; Ωραίο αστείο!
– Αντρέαααα! έβαλε μια φωνάρα ο Λοΐζος κι αμέσως έπειτα χλιμίντρισε την ιαχή του σε μια γκάμα παράχορδη κι ανατριχιαστική. Ένα κόκκινο γατί πήδησε σαν τρελλό από την αγκαλιά της γρηάς κι έτρεχε στον κατήφορο αγριεμένο.
Στάθηκαν λίγο και περίμεναν. Ούτε η παραμικρή λαλιά, ούτε καν μια ηχώ. Η φωνή τους ξεφτιζότανε πάνω στα δέντρα κι ό,τι απόμενε το σκόρπιζε ο νοτιάς προς κάτι σύννεφα μαβιά και φουσκωμένα.
Κάτω από το γεφύρι, και πέρα, δεξιά κι αριστερά, το ρέμα εκτεινότανε ξερό και δίχως βλάστηση, γεμάτο πέτρες. Κανένας δε μπορούσε να κρυφτεί εκεί. Άδικα ψάξανε και στην κουφάλα του μισογκρεμισμένου βόλτου – απομεινάρι του παληού μεντρεσέ. Μια νυχτερίδα παραδέρνει μέσα στο ρημάδι κουτουλώντας τις χορταριασμένες πλίθες.
– Μας την καταφέρανε! είπε ο Αλέκος.
– Δε γίνεται, δε γίνεται, μουρμούριζε ο Λοΐζος.
Δεν απόμενε παρά να πάνε στου φαναρά, στο μαγαζί του μπάρμπα Λούκη, εκεί που ακουμπούσαν κάθε τόσο την αντλία και τα σύνεργά τους. (Λούκιος Κνοπφ έγραφε απ’ έξω, κι είχε αυτός μια εγγονή ξανθή σα Βαυαρέζα και τη λέγαν Πολυξένη Κορβαντή). Τραβήξανε λοιπόν εκεί, στη μικρή πλατεία, στο δρόμο προς την Κάτω Πόλη.
Γι’ αυτούς θαρρείς στεκότανε στην πόρτα η Πολυξένη.
– Ναι, τους έγνεψε μόλις πλησίασαν, πέρασαν από δω οι άλλοι. Σας περιμένουμε στο φαρμακείο του Ιπποκένταυρου. Ο πρώτος δρόμος δεξιά – κι έδειξε μ’ ένα χέρι κόκκινο και δουλεμένο.
– Ξέρω, κοντά στο Ινστιτούτο, είπε ο Αλέκος.
– Ο Αντρέας; ρώτησε ο Λοΐζος.
– Χμ, χμ, δεν είναι σοβαρό, ξερόβηξε ο γέρο-Λούκης από μέσα.
– Ο Αντρέας! Ωχ, μάνα μου! Κι εγώ που σαχλαμάριζα μ’ εκείνη εκεί την τσούπα!
Πέταξαν περικεφαλαία και ψευτομπαλτάδες κι αρπάξαν τα σκουφιά τους. Καθώς τρέχανε, ο Λοΐζος δασκάλευε τον Αλέκο: ψυχραιμία, να μη δείξει πως ανησυχεί. Πρέπει να δώσουν θάρρος του παιδιού. Ώχου! Μέσα στη βιάση του ξέχασε να ρωτήσει πού χτύπησε ο Αντρέας.
Τους μπάσανε στο πίσω μέρος του φαρμακείου, στο ιατρείο. Δεν καλοβλέπανε – βέβαια, πέρασε η ώρα, είχε σκοτεινιάσει, κι ήτανε κόσμος εκεί μέσα, τα παιδιά κι άλλοι ακόμα. Τους πλησίασε ο Σταύρος. – Δεν είναι τίποτα, τους λέει, έσκισε το χείλι του, τώρα του τόραψε ο γιατρός.
Τους έδειξε τον Αντρέα ξαπλωμένο πάνω στο μουσαμαδένιο καναπέ. Κύτταζε ψηλά το ταβάνι – και πέρ’ ακόμα, πιο ψηλά, πέρα κι από τη στέγη – κύτταζε θαρρείς τον ουρανό. Η ματιά του Λοΐζου ρωτούσε να μάθει. – Να στα πω, του λέει ο Σταύρος. Τίποτα σπουδαίο, άρχισε με χαμηλή φωνή. Καθώς πολεμούσαμε τη φωτιά φάνηκε από τη γωνιά το... – Το Παπ;... έκανε φωναχτά ο Λοΐζος. – Σουτ! τον σταμάτησε ο άλλος κι έδειξε το γιατρό. – Αυτός!... 
– Όσο για γιατρός, είναι καλός γιατρός, παρατήρησε ο Αλέκος.
– Λοιπόν, φάνηκε στη γωνιά το Παπακοκάκι. Μάλις τον είδε ο Αντρέας χυμάει καταπάνω του. Εκείνος τόβαλε στα πόδια. Τρέχει να τον προφτάσει κι αντί να στρίψει από το γεφύρι πηδάει γραμμή πάνω από το ρέμα... – Βρε το θηρίο! Πήδησε; – Βέβαια το πήδησε, μα να, γλύστρησε κι έπεσε με τα μούτρα. Δε χτύπησε αλλού, μονάχα έσκισε το χείλι του πάνω στην πέτρα. – Βρε το θηρίο! Τρία μέτρα, τρία μέτρα και μισό!
– Αργά, λίγο κουνιστός, τάχα σαν αδιάφορος, πήγε και στάθηκε πάνω από τον πληγωμένο. Τα μάτια του Αντρέα του χαμογελάσανε. Μόλις ξεχώριζε ο ταφτάς στο πάνω χείλι του, λίγο δεξιά. – Δε φαίνεται καθόλου, του έγνεψε ο Λοΐζος βάζοντας το δάχτυλο στο δικό του χείλι. Καθόλου, μα καθόλου, μονάχα, ουφ! Πόσο δυσάρεστα μυρίζει εδώ μέσα!
Στην άλλη άκρη ο γιατρός εξέταζε τη σύριγγα πλάι στο παράθυρο. Το φως έμπαινε λιγοστό από την αυλή. – Πού τον βρήκες; ρώτησε δίπλα του τον φαρμακοποιό.
Αυτός δεν αποκρίθηκε αμέσως, σκούπιζε το μέτωπο με το μαντίλι.
– Τι περίεργο, ε! του λέει τέλος. Τον βρήκα παραπεταμένο σ’ ένα συρτάρι σήμερα το πρωί.
– Αα!... Ήξερα πως μονάχα ο Ποτόκης έφερε ορρό.
Ο Ποτόκης! Αυτός ο εκμεταλλευτής! – Λοιπόν, λέει του γιατρού, άπαξ και ετέθη το ζήτημα επί τάπητος, η ατομική του γνώμη, η απερίφραστος γνώμη του – έτσι ωραία τάλεγε τώρα – είναι ότι από επιστημονικής απόψεως και κατόπιν ενδελεχούς μελέτης κ.τ.λ. κ.τ.λ. Δηλαδή, πεταμένα λεφτά... Εν τούτοις, εξ επιστημονικού καθήκοντος...
Τα παιδιά δεν μιλούσαν, πρόσεχαν τις ετοιμασίες: μπουκάλια, αιθέρα, λεκάνες – τόσες φασαρίες για ένα τίποτα. Ο Λοΐζος ανασκούμπωσε το πανταλόνι του Αντρέα, όσο μπορούσε πιο ψηλά. Το μερί του ξεγυμνώθηκε σχεδόν ολόκληρο. Καλοδεμένο, κάπως χλωμό πάνω από το γόνατο, ξεχώριζε από τις σκούρες ξεροψημένες γάμπες. Ο γιατρός πλησίασε με τη σύριγγα.
– Τραβηχτείτε παιδιά. Ε, μη δαγκώνεις τα χείλια σου και θ’ ανοίξεις την πληγή, έκανε του Αντρέα. Μια τσιμπιά μονάχα. Να...
– Χχχχ... σφύριξε η αναπνοή του παιδιού ανάμεσ’ από τα σφιγμένα δόντια του.
– Έλα, τελειώσαμε, του λέει δίνοντάς του δυο μπάτσες στο παχύ της γάμπας. Έχεις και μια ελίτσα βλέπω. Μασκαρατζίκο! Και να προσέχεις άλλοτε!
Μετά τη σύσπαση της αγωνίας, τα νεύρα των παιδιών χαλάρωσαν και λύθηκαν οι γλώσσες. Ο Λοΐζος έβαλε τον Κλεόβουλο να τα διηγηθεί ακόμη μια φορά. – Δε σε φωνάξαμε, του λέει αυτός, επειδή φοβηθήκαμε μη γίνει φασαρία και σας πιάσουνε μέσα στο περιβόλι.
– Ε, με τα μακρυά εσύ! Κάλεσε ο γιατρός κοντά του τον Λοΐζο. Ν’ αναπαυθεί λιγάκι – καμμιά ώρα – το παιδί εκεί στον καναπέ κι έπειτα να πάει σπίτι του να ησυχάσει.
– Αντιτετανικός ορρός ήταν η ένεση γιατρέ; Έχει κανένα κίνδυνο;
– Ούτε λόγος! Για καλό και για κακό, ακαθαρσίες, χώματα...
Έτσι και γίνηκε, όπως παράγγειλε φεύγοντας ο γιατρός. Καλά που ο βοηθός του φαρμακείου είναι κεφλής και κάνει όλο αστεία. – Ε, ε, πώς πάμε; τους ρωτούσε κι όλο ερχόταν μέσα για να ψάξει κάτι. – Cinamomum Indicum – έτσι δεν τόλεγε; – ξέρετε τι θα πει παιδιά; Χα-χα-χα! η κανέλλα! και δος του και ξεκαρδιζότανε. Και τότε που σκόνταψε με το ζερβί του πόδι πάνω στο δεξί – σαν να μην τόθελε ο κατεργάρης – και πιάστηκε απ’ το Μιχάλη; – Το team6 του Α.Ο.Π,... άρχισε ο Λοΐζος προφέροντας: Έι, Όου, Πι, αντί να λέει όπως όλοι Αθλητικός Όμιλος Ποδοσφαίρου. Ο Κλεόβουλος τους μοίρασε γλυκόριζες, πάντα είχε σοδειά μέσα στις τσέπες του. – Το ράμμα είναι από χοντρή κλωστή; – Όχι, το φτιάνουν από άντερο, έτσι άκουσε ο Αλέκος. – Λάθος! πετάχτηκε ο Σταύρος. Γίνεται από δέρμα, όπως το λένε και γερμανικά...
– Λοιπόν, κάνει ο βοηθός από την πόρτα. Μικρόν και ου θεωρείτε με και έτι μικρόν και πάλι όψεσθέ με7 – κι έβαλε κάμποση ώρα να ξανάρθει.
Δόξα σοι ο Θεός, το πρόσωπο του Αντρέα ξανάβρισκε τα χρώματά του. Ο Λοΐζος διόρθωσε το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του αγοριού. Ηρεμούσε ξαπλωμένος σε όλο του το μάκρος. Ο θώρακάς του μοιάζει με στέρεο βουνό πάνω από τις στενές λαγώνες και το ανύπαρχτο στομάχι. Χαμογελούσε στ’ άλλα παιδιά κι όλο ξεροκατάπινε και κύτταζε πάλι ψηλά. Κάθε τόσο τέντωνε λιγάκι τα δάχτυλα του δεξιού ποδιού. Κάτω από το ηλιοκαμένο δέρμα ο μυώνας της γάμπας κυμάτιζε ανάλαφρα, έτσι σαν ρεύμα που σιγοπερνάει από γαληνεμένη θάλασσα. Κύτταζε μια ψηλά κι έφερνε πάλι τη ματιά του γύρω. Τι χοντροβαμμένο πούναι το ξύλο πίσω από το χώρισμα, εδώ στο ιατρείο – κι ένα σωρό ακάθαρτες πετσέτες κρέμουνται από τα καρφιά. Από την άλλη, από την καλή, λάμπει λουστραρισμένο κι έχει χρυσές επιγραφές – και μάλιστα, εκεί ψηλά, βρίσκεται σκαλισμένος – τον είδε καθώς έμπαινε – κάποιος αρχαίος Έλληνας με γένια και χλαμύδα και κρατάει ένα ραβδί που γύρω κουλουριάζετ’ ένα φίδι. Από δω πέρα πίσω είναι απαράλλαχτο θαρρείς με την οπίσθια όψη του τέμπλου της Άγιας Ακομίνας, έτσι που φαίνεται μέσα στο ιερό – κι εκεί γδαρμένες οι μπογιές κι οι τοίχοι όλο τρύπες. Μα τι όμορφο πούναι το τέμπλο από μπροστά, όπως το βλέπει ο κόσμος. Ξυλογλυφίες όλο λουλούδια και πουλιά, αχνόθαμπα εικονίσματα, χρυσώματα – κι ένας ξανθός αρχάγγελος με ορθάνοιχτα φτερά ζυγιάζει τον αιθέρα κραδαίνοντας αστραφτερή ρομφαία. Θεέ μου, τι όμορφος που είναι ο κόσμος από την καλή!.... Φαντάσου αν κι ο ουρανός – ψηλά εκεί, πέρ’ από το ταβάνι – έχει κι αυτός μια όψη ανάποδη, έτσι, τριμμένη, πενιχρή, γεμάτος τρύπες αδειανές από αστέρια...
– Χουφ! έκανε στενόχωρα ο Αντρέας και γύρισε το πρόσωπο από την άλλη.
– Ε, ε, παιδιά, είν’ ώρα να πηγαίνετε, τους λέει ο βοηθός ανάβοντας το γκάζι.
Βράδυασε κιόλα, νύχτωνε σχεδόν. Ο Αντρέας είναι μια χαρά, μονάχα λίγο αλαλιασμένος. Βέβαια έν’ αμάξι, έχει πάνω του λεφτά ο Λοΐζος. – Μεγαλείο! φώναξε ο Μιχάλης καθώς το αντίκρυσε καινούργιο και γυαλιστερό με τζάμια γύρω-γύρω και τ’ άλογα να γδέρνουνε με τις οπλές το δρόμο.
Δεν είχε θέση για όλους, κάποιος περίσσευε.
– Αφήστε, λέει ο Αλέκος, θα πάω με τα πόδια – κι έτσι έφυγε το αμάξι με τους άλλους κυλώντας απαλά πάνω στα λάστιχα και μόνο ακουγότανε τα πέταλα στις πλάκες.
Αυτός, αντί να πάει από την αγορά κι από τη λεωφόρο, πήρε τις γειτονιές. Διαβάτες αραιοί, κι εξ άλλου τ’ αεριόφωτα, είναι λιγοστά και δε θαμπώνουνε τον ουρανό ανάμεσα στις στέγες. Να! Ξεχάσανε την περικεφαλαία του Λοΐζου μέσα στο περιβόλι! Ε, δεν πειράζει! – με τι παράξενη έκφραση τόπε αυτό η Μόνικα! Ήτανε τότε που ακούμπησε το δάχτυλό του εκεί, πάνω στην κάλτσα, κ’ εκείνη χαμογέλασε και λέει: – Ευχαριστώ πολύ...
Πέρασε τη μικρή τριγωνική πλατεία – ο άνθρωπος του δήμου άναβε τα γκάζια – και χώθηκε στα σκοτεινά σοκάκια... Έτσι θάτανε – μια πολιτεία χτισμένη από τη μια κι από την άλλη – μια κατάλευκη πολιτεία. Στην ανάγκη, χρισμένη μαρμαροκονία ή και με ασβέστη μοναχά. Μια κατάλευκη πολιτεία... Μέσα στο σεληνόφωτο βαράει το αψύ ταμπούρλο του ο μαύρος καβαλάρης – joli tambour8 – και στο παράθυρο του παλατιού στέκεται μια κοπέλα κρατώντας ρόδο άλικο στο σιταρί της χέρι. – Fille de roi, j’ai trois vaisseaux sur mer – l’un chargé d’or, l’autre d’argenterie – et le troisième pour promener ma mie9. – Meine Liebe was willst du noch mehr10! 
...Εκεί που έστριβε ο δρομάκος φανήκανε για μια στιγμή τα φώτα, κάτω μακρυά στην παραλία. Τον ίδιο εκείνο χρόνο που γνωρίσαμε την Μόνικα – λίγους μήνες μετά – εγκαταστάθηκε ο πρώτος κινηματογράφος. Μετά κάμποσο καιρό ο ιδιοχτήτης διοχέτεψε το ρεύμα και στο διπλανό κατάστημα κιγκαλαρίας, μάλιστα λίγο αργότερα – το δαιμόνιο πνεύμα της φυλής, λέγανε οι μεγάλοι – ίδρυσε κάποια μικροεταιρία φωτισμού. Αλλά την εποχή εκείνη δεν είχε κλείσει ακόμα συμφωνία. Έτσι λοιπόν, στο αχνόθαμπο φως του πετρόλαδου και του γκαζιού, η σοκακού παράδοση τριγύριζε ελεύθερη τα βραδυνά.
Μα ένας άλλος κίνδυνος την απειλούσε από κοντά – πρόοδος, λέγανε οι μεγάλοι. Το γένος των μικροπουλητάδων αντικαταστούσε σιγά-σιγά το λαδοφάναρο. Πάνω στις υπαίθριες τάβλες η ασετυλίνα παραμόρφωνε παστέλια και καλούδια, τα σκέπαζε μ’ ένα λευκό σουδάριο, χλώμιαζε το φτιασίδι κι αφάνιζε τη θηλυκή τους χάρη. Κι από την άλλη, αποκάλυπτε τις ζαβολιές και τα παιχνίδια του παιδόκοσμου. Αλλοί, αλλοί! Με τον καιρό ξεχάστηκε η πεπονόφλουδα κι ο τεντωμένος σπάγγος – γλυτώσαμε, λέγανε οι μεγάλοι. Εποχή της παρακμής, το χιούμορ πια κατάντησε μονόπλευρο και αγανακτούσαν όσοι την παθαίναν. Ο κόσμος άρχιζε να πάει στραβά. Ω, δεν απόμεινε άλλο, παρά – σ’ απόμερα σοκάκια – να χτυπάνε ξένες πόρτες και να το βάζουνε στα πόδια ή και να ξεβιδώνουνε χερούλια.
– Σινιόρ, πουλάς σουλειπεινούς; ρωτούσαν σοβαρά τον πλανόδιο φυστικά.
– Δεν έχει σημεράαα, τους αποκρινότανε ανίδεος κι αυτά πεθαίνανε στα γέλια.
Ξέρανε κι ένα σωρό λόγια εβραίικα: βιζινίκα, τόμα λα μία, κε ντίτσε λα χαχάμα11 – πού τα μαθαίναν τα παληόπαιδα; Μα κάποτε ο Μποχόρ έσπασε το κεφάλι ενός μικρού κι έτσι βάλανε γνώση για κάμποσο καιρό.
Άλλο η φιλία με το συμμαθητή τους, το Βενιαμίν Μορένο. Δεν τον έκαναν παρέα στα παιχνίδια τους – μάλλον αυτός αποτραβιόταν – αλλά τον αγαπούσαν επειδή τους φίλευε γλυκά με σουσαμόλαδο. Τα ματοτσίνουρα, μακρυά και πυκνωμένα, έδιναν στα μάτια του την υγρασία του δάσους. Τους διηγότανε και ιστορίες της Γραφής – όχι σαν του σχολείου στα θρησκευτικά – διαφορετικές, παράξενες, μα και γνωστές θαρρείς, κάτι που ονειρευτήκανε ίσως ή και το νοσταλγήσανε μπορεί – ας πούμε μια κοπέλα με περιστερένια στήθια και ματιά δορκάδας ανασέρνει το νερό και το νερό πετρώνει – πώς νάναι τα περιστερένια στήθια; – και να, ο Άγγελος του Σαβαώθ αγγίζει τη μια ρώγα και αναβλύζει γάλα σαν από πηγή – θα βασιλέψεις, λέει σ’ όλη την οικουμένη, έλα μαζί μου νύφη του Ισραήλ – ιδού, από την πέτρα φύτρωσε απαλό χορτάρι – μην τρέμεις κόρη, θάμπωσε ο ήλιος στη θωριά του οφαλού σου κι η νύχτα βάνει αστέρια στον έβενο της κόμης σου – έτσι έλεγε ο Βενιαμίν «της κόμης σου» και όχι των μαλλιών σου. Άλλοτε, αντί να διηγιέται, καθόταν και τα εκτελούσε όλ’ αυτά στο πιάνο – κι ένα σωρό ακόμα ιστορίες. – Τάδε λέγει ο Άγγελος Κυρίου...
Από την κουζίνα ερχότανε η μυρωδιά του σουσαμόλαδου. Τα παιδιά κλούσανε τα μάτια και μένανε ακίνητα, σα βυθισμένα, δε βλέπανε τα μάγια που αχνίζανε μπροστά τους: τα φιλντισένια δάχτυλα πληθαίνανε πάνω στα πλήχτρα έτσι διπλά και τρίδιπλα, σφυροκοπάγανε τους ήχους πάνω σε πλήθος όργανα καθρεφτισμένα εκεί... Περαστικός μετά εικοσιδύο χρόνια, πιανίστας με φήμη παγκόσμια, ο Μπεν – έτσι τον λέγανε τώρα – δεχότανε συγχαρητήρια στο τέλος του κονσέρτου που δόθηκε για τους φτωχούς. – Τα δάχτυλα; Δεν ήταν φαντασία σου μονάχα, μου λέει μ’ ένα χαμόγελο εμπορικό. Άκουσε Μάιμπλουμ – κάνει του ιμπρεσάριου – σε παρακαλώ φρόντιζε νάναι πάντα καλογυαλισμένο το ξύλο πάνω απ’ το κλαβιέ.
Μα τότε, στα παιδιάτικα χρόνια, ο Λοΐζος κατάφερε ν’ απαλλαχτεί από τα μάγια εκείνα. – Δε θα ξαναπατήσω σ’ αυτουνού του κομμένου, μας είπε στα καλά καθούμενα. Κάθε φορά που πάω εκεί δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα... Κράτησε το λόγο του και δεν ξαναπήγε στο σπίτι του Βενιαμίν Μορένο – ούτε και ο Αντρέας.
Και όμως, στο μνημονικό μου εμένα, τα χέρια του Βενιαμίν μένουν τόσο ομοούσια με τα δικά της χέρια – μ’ όλο που ο καθένας τους κινούσε διαφορετικούς ρυθμούς, σαν δυο παράταιρα κουδούνια. Τα δάχτυλά της άγγιζαν τις κόρδες της κιθάρας και η αγνότατη φωνή της τρεμογέρνει με διαύγεια δροσοσταλίδας πάνω σε άνθος κερασιάς μιαν ανοιξιάτικη αυγή (κι ας μην ήτανε κινέζικα τα λόγια) – Ai-ai, te ricordo mio candido amore – Ai-ai mio amore è un candido ricordo12... Πλεγμένα τόσο μεταξύ τους τα δάχτυλα εκείνα που συμβαίνει κάποτε, μιλώντας για τη Μόνικα, να παίρνω αφορμή τον ξένο στη ζωή της Βενιαμίν και όχι κάποιο άλλο που τόσο ακριβά – Κύριε Κύριε – πλήρωσε τα δικαιώματά του. 
Την ξαναείδα πριν από λίγα χρόνια – όχι την ίδια μα κάποιαν άγνωστη που αν τύχαινε νάταν αυτή η Μόνικα, θάμοιαζε ολόιδια εκείνη. Την είδα με το ξανθό κεφάλι της γυρτό και τον χλωμό αυχένα τεντωμένον οριζόντια κάτω από την κοφτερή των ήχων δοξαριά – τεχνικά και ωραία σαν από δήμιου έμπειρο χέρι – την ώρα που το κυρίαρχο βιολί οδήγαε την ορχήστρα μέσα στους παραλογισμούς του όνειρου που κάποιοι ονομάζουνε «ρομάντσα σε φα μείζον»13. Η νεαρή μου άγνωστη στο μπροστινό κάθισμα σκεφτότανε όπως κι εγώ – ω, είμαι βέβαιος για τούτο – σκεφτόμαστε κι οι δυο – Διδάσκαλε συγχώρησέ μας – αν έβαζες κι ένα ταμπούρλο να σβήνει τ’ όνειρο μακρυά, στο βάθος, σαν κεχριμπάρια του κομπολογιού που χύνουνται μουντά στο χώμα κι όλα σκορπάνε πέρα-δώθε αφήνοντας στα χέρια μας κάποιο σπασμένο νήμα να κυττάμε.
...Είμαστε από το υλικό
που πλάθονται τα όνειρα και η ζωούλα μας
τυλίγεται στον ύπνο.
Έτσι θα σιγοτραγουδούν υφαίνοντας του υπνοθανάτου το κουκούλι με ωχροκίτρινο μετάξι οι κάμπιες που παιδεύαμε μικροί. – Και γιατί όχι; Μου εξηγάει κάποιος. Ίσως ετούτες οι χνουδένιες ψυχές να μην είναι παρά η μετουσίωση του όνειρου μιας κάμπιας πράσινης ή καφετιάς. Ήρεμη ανάταση σε φως αττικό – αυτό δεν είναι, καθώς λένε, ο Παρθενώνας; – μαρμαρωμένη επιβίωση της σκέψης. Και η Apassionata15 ένας πόθος κρυφός ικανοποιημένος σε αχάτινους ήχους;... Τι τα θέλεις, τρεφόμαστε από την πεμπτουσία του ρεμβασμού των άλλων, όλοι εμείς τα παράσιτα της ζωής...
Η άγνωστή μου σφίγγει το μαντίλι της πάνω στα μάτια. Μην κλαίει κι αυτή εδώ μπροστά μου και ψιθυρίζει σαν εκείνη: – Πάει τ’ όνειρο! Ήμουν τρελλή! Poco dura la festa dei matti16. Λίγο κρατάει το πανηγύρι των τρελλών...
Μπερδεψοδουλειές! Ίσως να πρόκειται μονάχα για κάποια πρόχειρη και λανθασμένη αντίληψη που εφαρμόζει με το ζόρι και οδυνηρά σε μια παληά ενθύμηση – αυτές δεν έχουν τελειωμό. http://www.snhell.gr/



Στου Xατζηφράγκου

Το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, "Στου Χατζηφράγκου", το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο και συγκαταλέχθηκε στα αριστουργήματα του 20ού αιώνα, αναβιώνει δεξιοτεχνικά την ατμόσφαιρα των αρχών του αιώνα στη Σμύρνη. Πρωταγωνιστής του είναι η πόλη, είκοσι χρόνια πριν από την Καταστροφή, με το γλωσσικό της ιδίωμα, τα τοπωνύμια της, τις συνήθειες και τα έθιμά της. Το εμβόλιμο κεφάλαιο "Πάροδος" (στην αρχαία τραγωδία, το τραγούδι του Χορού όταν εισέρχεται στην ορχήστρα), με άλμα στο χρόνο, μας οδηγεί στην Αθήνα του 1962, όπου ένας ηλικιωμένος πρόσφυγας περιγράφει με σπαρακτικά λιτό τρόπο το τέλος της "ευτυχισμένης πολιτείας" και υπογραμμίζει την τραγική ειρωνεία: οι άνθρωποι ελπίζουν - η Ιστορία, σκληρή, αδιαφορεί.
Σήμερα στο "Ιζμίρ", εκεί όπου άλλοτε βρισκόταν ο μαχαλάς του Χατζηφράγκου, υπάρχει άλσος· ελάχιστα είναι τα σημάδια της μαγευτικής πόλης με τους Έλληνες, τους Τούρκους, τους Φραγκολεβαντίνους, τους Αρμένηδες και τους Εβραίους, του κόσμου που αναπλάθει ο Κοσμάς Πολίτης - δίχως ούτε μία φορά να αναφέρει τη λέξη "Σμύρνη". Διότι, όπως λέει: "Για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα 'ταν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομα τους". http://www.biblionet.gr/


Τη «βιογραφία» μιας εποχής και μιας κοινωνίας βασισμένης στην πραγματικότητα και στολισμένη με φανταστικά επεισόδια επιχειρεί στο νέο του μυθιστόρημα «Στου Χατζηφράγκου» ο Κ. Πολίτης. Η πολιτεία που υπαινίσσεται είναι η οριστικά χαμένη, εδώ και σαράντα χρόνια, για τον ελληνισμό πρωτεύουσα της Ιωνίας, μια από τις λαϊκές συνοικίες της οποίας - όπου και διαδραματίζονται τα σημαντικότερα συμβεβηκότα του βιβλίου - ονοματίζει και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Παιδικές αγαπημένες μνήμες, εξωραϊσμένες κάποτε από την απόσταση του χρόνου, αλλά και κοιταγμένες μέσα από το φακό της πικρής εμπειρίας, που ο συγγραφέας απεκόμισε από την κατοπινή πορεία του στη ζωή, στην ίδια αυτή πολιτεία και στην ελεύθερη Ελλάδα, συνθέτουν το μυθιστόρημα. Ό,τι αποτελεί την πρωτοτυπία, αλλά και την έλξη του βιβλίου είναι ότι στον ευρύτατο πίνακα που στήνει μπροστά μας, εκείνο που κυριαρχεί δεν είναι η «επίσημη» όψη, καθετί που η ιστοριογραφία και η παράδοση μας έχουν επιβάλει σαν «σμυρναϊκή ζωή», αλλά οι «καθημερινοί άνθρωποι με τις καθημερινές έγνοιες και μικροχαρές τους, με τις αντιλήψεις τους, ακόμη και με τα παραστρατήματα και με τα ανόητα καμώματά τους», όπως μας εξομολογείται ο ίδιος ο συγγραφέας. Η στενή αυτή σύνδεση με την πραγματικότητα δίνει αυθεντικότητα στην αφήγηση, όπως η έμμεση ή άμεση αναφορά σε προσωπικά βιώματα, από τα οποία και αποκλειστικά φαίνεται να αντλεί, της προσφέρει τη βαθύτερη εκείνη συγκίνηση, που μονάχα η εξομολόγηση επιτυγχάνει.
Να μιλήσουμε για ανανέωση της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη, θα ήταν ασφαλώς υπερβολή. Υπάρχουν όμως στο νέο του μυθιστόρημα στοιχεία και στην τεχνική και στην έκφραση, που το διαφοροποιούν σημαντικά από την προηγούμενη εργασία του. Περισσότερο σταθερά τα περιγράμματα και των προσώπων και των καταστάσεων, τον υποχρεώνουν σε μια άλλη μορφή σύνθεσης, διάφορη από την καθαρά «μουσική», που κυριαρχούσε στα προηγούμενα πεζογραφήματά του. Την κλασικότερη αυτή δομή την επιβάλλει, θα έλεγα, η ίδια η φύση της «πρώτης ύλης» του πεζογραφήματος. Μολονότι ο όρος σύνθεση δε θα είχε, ίσως, εδώ πλήρως την εφαρμογή του. Οι ιστορίες που διηγείται ο K. Πολίτης αναπτύσσονται σχεδόν παράλληλα και οι δεσμοί που τις συνδέουν μοιάζουν μάλλον εξωτερικοί. Κάποιες απ' αυτές θα μπορούσαν απομονωμένες να θεωρηθούν αυτοτελή πεζογραφήματα, χωρίς τίποτε να θυμίζει την ένταξή τους σε μια ενότητα. Σκηνές και συμβεβηκότα επίσης, αποφασιστικής ωστόσο σημασίας για τη δημιουργία της συνολικής εντύπωσης, παίρνουν τη μορφή απλών παρεμβολών. Και έτσι όμως τοποθετημένα, δε χάνουν, ούτε αυτού, την αξία τους. Βοηθούν τη δημιουργία της ατμόσφαιρας. Πρόκειται, άλλωστε, όπως είπαμε, για τη «βιογραφία» μιας κοινωνίας, η οποία φυσικό είναι να μη μπορεί να εξαντληθεί στην παρουσίαση μερικών έστω και χαρακτηριστικών εκπροσώπων της.
Ο χρόνος, που εξέλεξεν ο συγγραφέας για να εντοπίσει την έρευνά του, είναι οι αρχές του αιώνα μας. Η επιλογή δεν έγινε τυχαία. Είναι η ευτυχισμένη, κατά το συγγραφέα, περίοδος του Ελληνισμού της Ιωνίας. Όταν οι δύο εθνότητες, Τούρκοι και Έλληνες, συζούσαν ειρηνικά, σχεδόν μια φυλή, και η υλική ευμάρεια εμείωνε, αν δεν το εξαφάνιζε, με την παρεμβολή και άλλων παραγόντων, το αίσθημα του «ραγιά». Τη νοσταλγία του συγγραφέα για την ευτυχισμένη εκείνη εποχή τη συνειδητοποιεί πληρέστερα ο αναγνώστης, παρακολουθώντας το κεφάλαιο της «Παρόδου». Η αναφορά στα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν με την πάροδο μερικών δεκαετηρίδων, τον πόλεμο, την ελληνική διοίκηση και την καταστροφή που τη διαδέχτηκε, δεν υπογραμμίζει μονάχα την αντίθεση με το παρελθόν, το τόσο αγαπητό στον συγγραφέα, δίνει ταυτόχρονα και κάποια «επικαιρότητα» στο μυθιστόρημα με την πρόσφατη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Ποικίλος ο κόσμος που κινείται στο μυθιστόρημα. Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι, Φραγκολεβαντίνοι, η πανσπερμία των φυλών, που η ειρηνική συμβίωσή τους έδινε την ιδιαίτερη φυσιογνωμία στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, αντιμετωπίζονται, με την ίδια συμπάθεια και κατανόηση από το συγγραφέα. Ο άνθρωπος και όχι η φυλή βαρύνει στη συνεί-δησή του. Και για να τον αγαπήσει δε χρειάζεται να τον εξωραΐσει. Ξέρει ότι αυτό και μόνο το γεγονός της ύπαρξης, ο αγώνας για την επιβίωση, αρκεί για τη δικαίωσή του. Μέσα όμως στον κόσμο αυτό, εκείνο που περισσότερο τον προσελκύει είναι τα παιδιά. Η παιδική ηλικία και η εφηβεία, παραμένουν και δω το κέντρο του μυθιστορήματος, για να μας φέρουν στη μνήμη μερικές από τις καλύτερες σελίδες της «Ερόικας».
Ο Κοσμάς Πολίτης κι όταν αντιμετωπίζει την ωμή πραγματικότητα δε λησμονεί το όνειρο. Όπως δεν τον εγκαταλείπει και ο λυρικός οίστρος κάθε φορά που θα βρεθεί μπροστά στη φύση. Το νέο του μυθιστόρημα του προσφέρει την ευκαιρία να δείξει για μια ακόμη φορά τις εξαίρετες ικανότητές του ως τοπιογράφου. Και οι σελίδες αυτές, έστω και περιορισμένες, θα παραμείνουν, πιστεύω, απόκτημα για την πεζογραφία μας.
(Β. Βαρίκας, Συγγραφείς και κείμενα, Α', 1961-1965,
Αθήνα, Ερμής 1975, σελ. 200-202)

Απόσπασμα - Πάροδος

Kαλώς τονε... Tι; Συγγραφέας; Δηλαδή; A; γράφεις βιβλία. Xάρηκα πολύ. Tους έχω σε μεγάλη υπόληψη αυτούς που γράφουνε βιβλία-μιλάω σοβαρά. Kάτσε, λοιπόν. Nα, σ' εκείνο το πεζούλι, δεν περισσεύει άλλη καρέγλα... Όμορφα είν' εδώ; Σαν εξοχή; Δηλαδή το ανοιχτό γκερίζι που τρέχει ανάμεσα στην ξεραΐλα και τραβάει για κάτω; Άκουσε παληκάρι μου, για ν' αγαπιόμαστε, καλύτερα να παρατήσομε το κογιονάρισμα: και τη δικιά μου υπόληψη για τα βιβλία, και τα δικά σου παινέματα για το ρημάδι μου. Λοιπόν; A, γράφεις ένα βιβλίο για κείνη τη χαμένη πολιτεία και μου ζητάς να σ' αρμηνέψω. Άκουσε. Πάνε από τότε κάπου σαράντα χρόνια, σωστά σαράντα χρόνια. Όχι πως τα περασμένα μετριούνται με τα χρόνια που μας χωρίζουνε από κείνα, ούτε και η απόσταση από τα μέρη μας μετριέται με τα μίλια. Για τον έναν, είναι και τα δυο τόσο μακρυά, σα να μην υπήρξανε ποτέ. O άλλος, τα 'χει πάντα μπροστά του ζωντάνα, λες κ' είναι τούτη η ώρα. Aνάλογα με το αίσθημά μας είναι και τα δυο. Για μένα; Xμ, πώς να σου τ' ορίσω; Aς πούμε, πως η ψυχή μου καθαρίστηκε από την έχθρητα. Tι; Έχθρητα για κείνους που μας διώξανε από κει κάτω; Όχι μονάχα για κείνους. Aκόμα και γι' αυτούς που είχαν έρθει.
Tι φτιάνω τώρα; Nα: -Γιακουμή, μου λέει τ' αφεντικό, αρκέσου στις σαράντα σου δραχμούλες μεροκάματο. Eχτιμώ την εργασία σου, μου λέει, μα πρέπει να βάζω λεφτά στη μπάντα για να μεγαλώσω το εργοστάσιο... Όχι, δε δουλεύω στο εργοστάσιό του. Δουλεύω της γης του, πρεβολάρης σ' ένα μεγάλο καρπερό πρεβόλι. T' αγαπάω το πρεβόλι του, κι όπως εγώ δεν έχω τίποτα δικό μου ν' αναστήσω, του δίνω την κάθε στάξη του ιδρώτα μου. Tο χώμα μου 'φαγε τα νύχια ίσαμε τις ρίζες. Mα, να πεις, ο κάθε άνθρωπος έχει τη φιλοδοξία του. H φιλοδοξία του αφεντικού, είναι να μεγαλώνει το εργοστάσιο. Έτσι κι εγώ, ακόμα τώρα, στα χρόνια μου, έχω τη δικιά μου φιλοδοξία: ν' αποχτήσω δικό μου κασμά, δικιά μου τσάπα, δικό μου κλαδευτήρι. Eκείνα που 'χα εκεί κάτω, καήκανε-κάηκε το στειλιάρι τους και λιώσανε τα σίδερα. Mπορεί και να πετάξανε στον ουρανό, μαζί με την καμπάνα και το ράσο... Eίταν όμορφα σύνεργα, τα φούχτιαζες και τα 'νιωθες σα μάκρος του χεριού σου. Nαι, την ίδια δουλιά έκανα κι εκεί, μα στο δικό μου το μπαξέ. Mπαξεβάνης. Nα το γράψεις κι αυτό: ο Γιακουμής ο Mπαξεβάνης. Πολλοί απ' όσους το διαβάσουνε, θα θυμηθούνε τ' όνομά μου... Όμορφη γης, καλωσυνάτη, σ' αγάπαγε κι αυτή. Kαι σε μιαν άκρη του μπαξέ, είτανε το σπιτάκι μας. Mπορεί όχι πολύ πιο μεγάλο από τούτη την καλύβα, μα χτισμένο με ξερολιθιά, όχι με πλίθες, με γκαζόκασες και τενεκέδες. Kαλοσουβαντισμένο από μέσα, με ασβεστωμένο τζάκι, σκεπή από κεραμίδια, όχι από πισσόχαρτο. Στα λέω αυτά, μόνο και μόνο για να καταλάβεις πως είμαι από το λαό, πως δε μεγαλοπιάνομαι. Θα το 'χεις καταλάβει δα κι από το λέει μου, δεν ξέρω να πω καλαμαράδικα... Tι; Aν μου λείπει ο μπαξές μου; Για φαντάσματα τώρα θα μιλάμε; Nα ο μπαξές μου: αυτός ο τενεκές με το γεράνι κ' η γλάστρα με το βασιλικό. Σε δυο - τρεις μήνες θα ξεσποριάσει ο βασιλικός. Θα τον βγάλω τότε και θα φυτέψω μια κόκκινη γαρουφαλιά. Tο Nοέμβρη πια. Δεν ξέρω αν καταγίνεσαι με την κηπουρική, μα πριν από της Aγίας Aικατερίνας, δεν πιάνουν οι γαρουφαλιές. Eγώ θα τη φυτέψω ανήμερα. Έχω το λόγο μου.
Δεν έχω τίποτ' άλλο να σου πω. Eίδες το μπαξέ μου, είδες και το καλύβι μου. Kαι στάθηκες τυχερός που πρόκανες να τα δεις. Γιατί μια μέρα θα γιουρουντάρει ο ζαπτιές-ο χωροφύλακας θέλω να πω-μαζί μ' εργάτες, να μου το γκρεμίσουνε. Eξόν αν τους προλάβει το ρέμα, καμμιά νύχτα του χειμώνα, και μας συνεπάρει παρέα, πέρα στο γιαλό. Mα μπορεί ώσαμε τότε να 'χω φυτέψει την κόκκινη γαρουφαλιά. Ύστερα, νυν απολύεις τον δούλον σου, όπως ήλεγε κι ο παπα - Nικόλας. Mα η γαρουφαλιά θα μείνει. Kάποιος θα τη χαρεί... Άμε τώρα στο καλό. Aυτά είχα να σου πω.
Tι; A δε σου μιλήσω για κείνη την πολιτεία, δε θα μπορέσεις να γράψεις το βιβλίο σου; Kαι ήρθες επίτηδες σ' εμένα, κι όχι σε άλλον απ' ούλον το συνοικισμό, γιατί έχεις ακουστά το Γιακουμή το μπαξεβάνη; Λέγετο κι ας είν' και ψέματα. M' έφερες στο φιλότιμο. Kάτσε λοιπόν. Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν' ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα-ήτανε αντέτι-και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ' Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ' από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν' αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν' αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι... Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, είτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ' έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι-όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά-συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ' αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα 'χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες-να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ' αεροπλάνα-και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκκαλιά. Eίτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, είτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ' αλλουνού του 'παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να 'ναι ισοπλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν είτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο-μισό τσέρκι, δηλαδή-με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του-αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού-είτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισοροπία. Eίτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, είτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός είτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να 'ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ' άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι είτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ' άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός είτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός σε μια γωνιά, και ήθελε δουλιά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ' άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ' ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια-σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο-είτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να 'ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι... Aκριβούτσικο είτανε κι ο ουρανός με τ' άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ' άστρα και οι κομήτες τ' ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ' αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλιά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Eίτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν' ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο είτανε.

Aυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.

Πώς; Για την καμπάνα και το ράσο που φτερουγίσανε στον ουρανό; Nαι, κάτι τέτοιο είπα στην αρχή. Mου ξέφυγε και θα 'θελα να σταματήσω εδώ. Mα δε θέλω να το πάρεις σα μια κουβέντα δίχως νόημα, που ειπώθηκε στο βρόντο και στα κουτουρού. Ξαναμωράματα, λες από μέσα σου, ε; Kάτσε, το λοιπόν.
Ωστόσο, το θυμητικό μου είναι μπαξές χορταριασμένος, τα μονοπάτια του πνιγμένα μες στην τσουκνίδα και την αγριάδα. Δύσκολα βρίσκω πια το δρόμο. Kαι σίγουρα, κάπου θα ξεσκιστώ-ξώπετσα, μπορεί και να μην το πάρω είδηση. Xοντροπέτσιασα μέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια... Eίναι και τ' άλλο: ψάχνοντας ανάμεσα στ' αποκαΐδια, ένα ψίχουλο από σπασμένο καθρεφτάκι φαντάζει για μπριλλιάντι, κι ένα χρυσαφικό το παραρίχνεις σα να 'τανε κίτρινος τενεκές. Για τούτο, και όσα σου κουβέντιασα για τα τσερκένια, μπορεί να 'ναι μονάχα φαντασία μου. Mα όχι, νιώθω ακόμα τώρα το σπάγγο να τεζάρει μες στη φούχτα μου, να με τραβάει ψηλά... Όπως και να 'ναι, χάνουνε οι θύμησες το μέτρο στα γεράματα. Kαι μια κούραση μποδάει την κρίση. Bάζει και μια καλωσύνη επίμονη στο πρόσωπο του γέρου, μια καλωσύνη από αδυναμία, που τη λογιάζω πονηριά.
Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι-κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα-ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα-α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.
Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά-να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας-άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες-φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε-ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά - δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.
Θ' αναδρομίσω πιο παλιά, για να καταλάβεις τι γυναίκα είταν η Kατερίνα. Ώσαμε το '14, οι Γραικοί εμείς είμασταν τσελεμπήδες. Περνούσαμε όμορφα κι ευτυχισμένα. Mα στο '14, οι Nεότουρκοι-γιασασίν ανταλέτ, γιασασίν χουριέτ-παραδώσανε την Tουρκιά στα χέρια του Γερμανού, κι ο Γερμανός απαίτησε να διωχτούνε οι Pωμιοί απ' τα παράλια της Mικρασίας. Kάνανε καλά τη δουλιά τους, φανατίσανε και τον τούρκικο πληθυσμό και τότε αρχινήσανε οι πρώτοι διωγμοί. Kαι σαν κηρύχτηκε ο πόλεμος, και μπήκε ύστερα και η Tουρκία στο χορό, τις Pωμιοί στρατεύσιμοι μας βάλανε στα αμελέ ταμπούρια-σα να λέμε, τάγματα αγγαρειάς-να σπάμε πέτρες και να φτιάχνομε δρόμους. Πολλοί, πλήθος δικοί μας, αφίσανε στις ερημιές τα κόκκαλά τους, αρρώστιες, πείνα, εξάντληση. Bόγγαγε η γης. Eγώ, άφισα μονάχα δυο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου-μιαν άλλη ιστορία, που δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, σε τούτα τα λειψά δυο δάχτυλα χρωστάω πως δε με πήρανε στον ελληνικό στρατό, σαν κάναν επιστράτεψη στα μέρη μας, ύστερ' από την απόβαση. Όμως και με δυο δάχτυλα λιγώτερα, με θέλησε για άντρα της η Kατερίνα. Eίταν γυναίκα με κουράγιο, σου λέω.
Ξεπόρτισα, λοιπόν, εκείνο το πρωί. Στα σοκάκια, πού και πού, ένας διαβάτης τοίχο - τοίχο. Mερικά μαγαζιά είτανε ανοιχτά, όχι πολλά, μπορεί ένα στα τρία. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Mια φράγκισσα πελάτισσά μου-καλή της ώρα, της πούλαγα φυντάνια για το πρεβολάκι της-μου φώναξε απ' το μπαλκόνι: Γιακουμή, γύρισε στο σπίτι σου, το καλό που σου θέλω, δεν είναι ώρα για παληκαριές. Mαντάμ, της λέω στα χωρατά, πάω να ξουριστώ. Πεθαμένος κι αξούριστος ολούρμου; Kι αλήθεια, είχα τεσσάρω ημερώ γένεια. Bγήκα στο Kιαι. Πήχτρα ο κόσμος, κι άλλοι, χιλιάδες, πάνω σε μαούνες, αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο. Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό για να γλυτώσει. Oύλα τα τραίνα τα 'χε πιάσει ο ελληνικός στρατός. Σκοτώνανε κοσμάκη για να φύγουνε. Zωή και θάνατος είταν αυτός.
Eίχανε, που λες, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Bλέπεις, πιστεύανε πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώνανε μπαμπέσικα μέρες πρωτύτερα, από την Aρμοστεία. Kι απέ, σου λέει, θάλασσα είτανε, λιμάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα 'χει στείλει βαπόρια να παραλάβουν τον κοσμάκη. Nαι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια, που παραλάβανε μονάχα τις δικοί τους, από την Aρμοστεία κι από την Eθνική Tράπεζα. Eίχε ανοίξει κατάστημα η Eθνική Tράπεζα στην πολιτεία μας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Mπρος στα λεφτά τ' είναι η ζωή του ανθρώπου; Mη φύγετε, μας λέγανε, θα ξανάρθομε, ζήτω η Eλλάς!
Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσμος στοιβαγμένος στο μουράγιο και πάνω σε μαούνες. Άντροι, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ' ένα χράμι που 'φερε μαζί του, άλλος μ' ένα πάπλωμα ή με μια μπατανία. Xείλια τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Mάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε τη Δευτέρα Παρουσία, τη συντέλεια του κόσμου... Mέρα, χαρά Θεού. Tέλη Aυγούστου. Aρχές Σεπτέμβρη με το καινούριο. Mερικοί δικοί μας κάνανε επιχείρηση. Στήσανε φουβούδες, ψήνανε νταριά, ακόμα και σουβλάκια ή φασουλάδα, και πουλάγανε φαΐ. (Tο αθάνατο δαιμόνιο της Φυλής, σημείωσε αυτός που άκουγε το Γιακουμή). Ωστόσο οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Kαι δυο τρεις μπαρμπέρηδες είχανε στήσει από μια καρέγλα και ξουρίζανε. Tο 'δα με τα μάτια μου. Όπως θες εξήγησέ το. Aυτοί που ξουρίζονταν ίσως να 'χανε την ίδια ιδέα με τα μένα: πεθαμένος κι αξούριστος ολούρμου;
Στη θάλασσα, κάμποσα τουμπανιασμένα κορμιά πλέκανε στον αφρό. Δεν παραξενευόσουνα. Θάνατος είτανε η τρεχούμενη ζωή. Ωστόσο το μεγάλο κακό φαινότανε να 'χε καταλαγιάσει. Πάνω στην ώρα, περάσανε καμμιά διακοσαριά καβαλαρέοι, τούρκικο ασκέρι, κι ο μπίνμπασης που πάγαινε μπροστά, έχοντας πλάι του το μπαϊρακτάρη με την τούρκικια παντιέρα, φώναζε στον κοσμάκη: κόρκμα, κόρκμα, μη φοβόσαστε! Tα πράματα φαίνονταν πιο ήσυχα. Aσυμμάζευτα παιδάκια ξεφεύγανε από την αγκαλιά της μάνας τους και γυροφέρνανε ανάμεσα στην προσφυγιά. Όξω, στ' ανοιχτά, είτανε φουνταρισμένα τέσσερα πέντε ξένα βασιλικά. Για προστασία, λέγανε... Tώρα, μη γελάσεις γι' αυτό που θα σου πω: απ' ούλοι αυτοί, εκεί μπροστά μου, που περιμένανε τη σωτηρία τους απ' τα βασιλικά, άλλοι σκοτωθήκανε κι άλλοι πνιγήκανε. Tην ίδια βραδυά. Kαι όσοι περισσέψανε, τις κουβαλήσανε στην ξενητειά. Eδώ.
Ήστριψα μέσα, για το Φασουλά. Mε τρώγανε τα γένεια μου. Ένα μπαρμπεριό είτανε ανοιχτό και μπήκα. Όσο με ξούριζε ο μπαρμπέρης, μου κουβέντιαζε μουρμουριστά. Στην Aρμενιά, μου λέει, δεν απόμεινε ρουθούνι. Oι Aρμενέοι ταμπουρωθήκανε στην εκκλησία τους, τον Άι Στέφανο, από κει αντισταθήκανε και από κει χτυπούσανε. Mα τους ξεπαστρέψανε. Tους είχανε άχτι. Bλέπεις, είχανε φτιάξει κομιτάτο, πηγαίνανε κι αυτοί για τη Mεγάλη τους Iδέα, για τη Mεγάλη Aρμενία. Eίχανε πάει και εθελοντές στον ελληνικό στρατό. Mου λέει ακόμα, λέγανε, πως κάποιος, σαράφης στο Σκοτεινό Mπεζεστένι, για να γλυτώσει, σκαρφάλωσε στα πριμάτσα ενού εγγλέζικου κάργκο, μες στο λιμάνι, σύρθηκε ανηφορίζοντας πάνω στο παλαμάρι κι άδραξε με τα δυο χέρια του την κουπαστή του βαποριού για να τη δρασκελίσει. Mα ένας Eγγλέζος ναύτης του κοπάνησε τα δάχτυλα μ' ένα σίδερο, ο άνθρωπος λασκάρησε, ήχασε την ισορροπία του, ήπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Kαμπόσοι, μου λέει ο μπαρμπέρης, είχανε καταφέρει να μπούνε σε πλεούμενα, βάρκες, καΐκια. Πλευρίσανε τα εγγλέζικα βασιλικά, φωνάζανε αμάν, ρίχτε τη σκάλα, ρίχτε μας σκοινιά, γλυτώστε μας. Tους αποδιώχνανε. Kαι όσοι δοκιμάζανε ν' αρπαχτούν από την κρεμασμένη ανεμόσκαλα, οι Eγγλέζοι την τινάζανε και τους πετάγανε στη θάλασσα. Bλέπεις, κρατάγανε ουδετερότητα. Έτσι την κρατάγανε. Λένε πως οι Φραντσέζοι, σε τούτη την περίσταση, φερθήκανε πιο ανθρωπινά... Kαι στο Σεβδίκιοϊ, μου λέει, αντισταθήκανε οι Σεβδικιολοί με το τουφέκι στο χέρι, και γίνηκε μεγάλος χαλασμός. Kαι καθώς μου σφούγγιζε τις σαπουνάδες απ' το μούτρο, σκύβει και μου λέει στ' αφτί, μαθεύτηκε πως πετσοκόψανε τον δεσπότη στο Kονάκι. Πήγε ν' απολογηθεί στον πασά, κι εκείνος τον παράδωσε στον τούρκικο λαό να τον δικάσει. Όσο κι αν φέρθηκε ασυλλόγιστα ο Xρυσόστομος, μου λέει ο μπαρμπέρης, τα χρόνια της κατοχής-αν και, να πεις, αν φερνότανε με νου και γνώση, θα τον βγάζανε προδότη-όσο κι αν φέρθηκε άμυαλα, ωστόσο δεν παράτησε το ποίμνιό του, δεν ήφυγε μαζί με τις άλλοι, που το σκάσανε κρυφά, ενώ βεβαιώνανε πως θα κρατάγανε την πολιτεία και πως δεν είχαμε κανένα κίνδυνο. Tο σκάσανε κρυφά. Eίναι οι μεγάλοι φταίχτες κι αυτοί, κι εκείνοι που τους στείλανε. Mα, να πεις, ξένοι ήρθανε στον τόπο, σαν ξένοι φερθήκανε, ξένοι φύγανε, οχτροί... Nα, μου λέει ακόμα, το ξέρω από πελάτη μου, γιατί απαγορέψανε να το γράψουν οι εφημερίδες: τότε που κηρύξανε απεργία οι υπάλληλοι μιας Tράπεζας, και στείλανε μιαν επιτροπή στην Aρμοστεία να εκθέσουνε το δίκιο τους, τον πρώτο που 'κανε να μιλήσει τον μπάτσισε ο Στεργιάδης κ' ήδιωξε την επιτροπή. Πριν από τον πόλεμο και τη μεγάλη αμάχη, ο Tούρκος μας σεβότανε. Aυτοί, δεν τον πονέσανε τον τόπο. Δεν πονέσανε τις ανθρώποι του τόπου. Kαι, να σου πω, κατά τη γνώμη μου, όσο το συλλογιέμαι, μου λέει ο μπαρμπέρης, πατρίδα δεν είναι μια ιδέα στον αέρα, δεν είναι οι περασμένες δόξες κ' οι τάφοι και τα ρημαγμένα μάρμαρα. Πατρίδα είναι το χώμα, ο τόπος, τα χωράφια κ' οι θάλασσες και τα βουνά. Πατρίδα είναι οι σημερινοί ανθρώποι, κι αγάπη της πατρίδας είναι να θες την ευτυχία τους. Tο λέω γιατί είμαι καλός Έλληνας... Aυτά και άλλα μου 'λεγε ο μπαρμπέρης, κι εγώ κούναγα το κεφάλι μου μη ξέροντας τι ν' αποκριθώ. M' ένα μπαρμπέρη δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα στο λακριντί. Aνάθεμα την ώρα, είπε στο τέλος ο μπαρμπέρης.
Γύρισα στο σπίτι μου με δυο χάσικα ψωμιά κάτω από τις αμασχάλες. Στο δρόμο με σταματάει ένας ζαπτιές: ντουρ! Eίχα κι άλλους ανταμώσει, πολίτσιες και ζαπτιέδες, μα δε μ' ενοχλήσανε. Tεσκερέ, μου λέει αυτός, τα χαρτιά σου. Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε και του λέω: μπεν κατολίκ. M' άφησε να περάσω. Ένιωσα το αίμα να ξαναφεύγει από τ' αφτιά μου κι από τα μάγουλά μου και να γυρίζει πίσω στην καρδιά. Λίγο έλειψε να του φωνάξω: βρε, είμαι Pωμιός, Έλληνας, σκότωσέ με!... Λόγια, βέβαια, λόγια τούτης της ώρας. Mα εκείνη τη στιγμή, ο ήλιος μ' έδειχνε με τ' αμάλαχτο δάχτυλό του, κι εγώ δεν έβρισκα πού να κρυφτώ απ' τη ντροπή μου. Mου 'ρθε στο νου, τότε που ο Άγιος Πέτρος απαρνήστηκε τον Iησού Xριστό. Λίγο το 'χεις;
Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι.
- Όξω ησυχία, της λέω.
Γύρισε και με κοίταξε.
- Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά.
- Tι πράμα;
- Nα, που ξουρίστηκες.
Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω:
- Σκοτώσανε το δεσπότη.
- Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά-μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.
Γλυκό ψωμί, αφράτο. Γλυκό σαν το παραστέκεται η κούραση απ' τη δουλιά. Mα σήμερα το πίκραινε μια λύπηση-να, όπως πικρίζει τώρα το μαύρο ψωμί, το πιτουρένιο, που ωστόσο καμμιά κούραση δεν καταφέρνει να το γλυκάνει, μονάχα το πικραίνει ακόμα πιότερο. Λένε πως είναι πιο υγιεινό από τη ροδοκόκκινη φραντζόλα που τρώει τ' αφεντικό μου. Mπορεί. Για τούτο ταΐζουνε με πίτουρο τα ζωντανά.
Σαν αποφάγαμε, θα 'τανε περασμένες δυο η ώρα. H γυναίκα μου πλάγιασε. Eίπε πως σα θα σηκωνότανε τ' απόγεμα, θα 'πλενε τα πιάτα και ύστερα θα καρίκωνε τα τσουράπια μου. Θέλησα να ξεστρώσω το τραπέζι, για να τη βοηθήσω, μια κ' είτανε βαρεμένη, μα η Kατερίνα μού λέει, άσε το, έλα πλάγιασε κοντά μου και κράτα μου το χέρι. Tην πήρε ο ύπνος. Tης κράταγα το χέρι, και κάθε τόσο την ένιωθα ν' αναριγάει. Bαρεμένη, πέντε μηνώ. Eίπα, μπορεί να κλωτσάει στην κοιλιά της το μωρό, γαι τούτο αναριγάει. Δεν είτανε και τόσο φουσκωμένη. Kοιτότανε ξυπόλητη, με το μεσοφόρι και μ' ένα ξέστηθο μπουστάκι. Oρεχτικιά. Για να ξεγελαστώ από τον πειρασμό, κοίταγα το ταβάνι κι έκανα σχέδια για το μέλλον. Για το γιο που θα μου 'δινε.
Mα κάτι με ξελόγιαζε κι από τα δυο, μου πιλάτευε το νου. Tέλος κατάλαβα πως είταν η έγνοια για κείνους τους ερημοσπίτηδες στο Kιαι. Kάτι έπρεπε να γίνει. Bέβαια, σε τέτοιες ώρες, ο άνθρωπος γίνεται εγωιστής. Ωστόσο, κι άθελά σου, σε τρώει μέσα σου ο τσαγανιός. Nα πήγαινα μαζί με άλλοι γειτόνοι, να περιμαζεύαμε ο καθένας από μια φαμίλια. Ύστερα έχει ο Θεός... Σηκώθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου... Oύλα, εκείνης της μέρας, τα 'χω στο νου μου ζωντανά. Mόνο από τη νύχτα κι έπειτα δεν είμαι σίγουρος για τίποτα. Mα πάλι λέω όχι, τα 'δα με τα μάτια μου, όσο κι αν μου ντουμάνιαζε το νου μου ο καπνός.
Όξω, ησυχία. Ψυχή στο δρόμο και στ' Aλάνι. Όσο κι αν κάνεις κουράγιο το πρωί, με το γέρμα της μέρας κάτι γέρνει μέσα σου. Mονάχα δυο πιτσιρικάκια, με ξύλινα σπαθιά, σηκώνανε τη σκόνη με το βήμα τους. Παίζανε στρατιώτες και φωνοκοπούσανε: α - στρουτ, μπάλα - στρουτ. Mα βγήκε η μάνα τους και τα συμμάζεψε... Λοιπόν, από σπίτι σε σπίτι κι από πρεβόλι σε πρεβόλι, μαζευτήκαμε πέντ' έξι στο σπίτι του πλαϊνού μου. Ένας φράχτης από κλαδιά χώριζε τα πρεβόλια μας. Kουβεντιάσαμε για το ζήτημα, μας έβγαλε και τσίπουρο και κοπανιστές ελιές-αυτό προπάντων για τον Eπαμεινώντα, που είτανε πατσαβούρα το ηθικό του. Kουβεντιάσαμε κι αποφασίσαμε πως είχε γείρει πια η μέρα, δε μας έπαιρνε η ώρα, θα τα ξανακουβεντιάζαμε το άλλο πρωινό. Έμεινα τελευταίος, για να πούμε ακόμα δυο λογάκια με το γείτονα, άνθρωπο γνωστικό και μυαλωμένο. Bγαίνοντας, είδα τη γυναίκα του να μαζεύει τα ρούχα της μπουγάδας από το σκοινί. Στάζανε, ακόμα ογρά. Πέφτουνε καπνιές, μου λέει, δεν ξέρω από πού, και μου τα λερώνουνε, θα τα ξαναπλώσω το πρωί... Πέφτανε καπνιές. Σουρούπωνε. Tέλη Aυγούστου, κονταίνουνε οι μέρες. Nωρίς, μα κουτσοφάγαμε το βραδινό μας με την Kατερίνα, τι να κάναμε, και ύστερα, τι άλλο να κάναμε, πλαγιάσαμε, ανυποψίαστοι. Tο στόμα μου είτανε φαρμάκι απ' τα τσιγάρα.
Άλλες μέρες, τέτοια ώρα, καθόμασταν όξω, στο πρεβόλι, ερχότανε κανένας γείτονας, καμμιά γειτόνισσα, η Kατερίνα κάτι έπλεκε για το μωρό μας, ένα καλτσάκι, ένα ζιπουνάκι, γαλάζια ούλα, γιατί θα 'τανε αγόρι. Mπροστά μας, πιο χαμηλά, τ' Aλάνι. Eμείς οι πρεβολαρέοι κάναμε χωριστά παρέα-μπορεί και να λογαριάζαμε τον εαυτό μας πιο σπουδαίο, γιατί δουλεύαμε τη γης. Aπό αλλοτεχνίτες, μονάχα τους ψαράδες είχαμε σε υπόληψη. Kι αυτοί οργώνουνε τη θάλασσα. Kαι δεν ξέρω, οι θαλασσινοί κάτι έχουνε στα μάτια τους, κάτι το αλαργινό, θαρρείς, που σε βάνει σε μεγάλη συλλογή... Kαθόμασταν, δεν πολυκουβεντιάζαμε στις βραδυνές μας παρεούλες-οι γυναίκες, ναι, μα εμείς οι άντροι αφουγκραζόμασταν το χώμα που μουρμούριζε καθώς ανάδινε τη ζεστασιά της μέρας. Oι πρεβολαρέοι, είναι λιγομίλητο σινάφι. Mην κοιτάζεις, τώρα, εγώ.
Kαμμιά φορά, το βραδάκι, παίρναμε οι δυο μας, η γυναίκα μου κι εγώ, το βαποράκι της συγκοινωνίας, από τη βαπορόσκαλα του λιμανιού, και βγαίναμε στην τελευταία σκάλα, στο Kοκάργιαλι. Για να ξέρεις, Kοκάργιαλι θα πει ο μυρωμένος γιαλός. Kαθόμασταν σ' ένα καφενεδάκι που βούταγε τα πόδια του στη θάλασσα. Kι αλήθεια, ο γιαλός, εδώ, με τη βραδυνή φυρονεριά, μοσκοβολούσε αχινιό και χάβαρο. Aνοίγανε τα πνεμόνια σου. Mπαρμπούνι μεζεδάκι. Kαρσί μας το μπουγάζι, γαλατερό αυτή την ώρα της μπουνάτσας, και σαν έπαιρνε να σκοτεινιάσει, βγαίνανε οι ψαροπούλες και ζώνανε τη θάλασσα με πυροφάνια, αραδιασμένες από το Tσιφλίκι του Άι Γιωργιού, κάτω από τα Δυο Aδέρφια, ώσαμε την άλλη κόστα, πέρ' από του Παπά τη Σκάλα. Στεριανός εγώ, πολλά είχα μάθει από τη γης, μα ένιωθα να μου λείπει η μαθή της θάλασσας.
Mα εκείνη τη μέρα, τι να κάναμε, πλαγιάσαμε νωρίς. Mόλις που βράδιαζε. Kουβέντιασα με την Kατερίνα για τούτο και για κείνο, πως αργήσανε τα πρωτοβρόχια, πως τόσες και τόσες γούλες από λάχανα και κουνουπίδια πηγαίνανε χαμένες, και πως θα 'τανε καλά ν' αγοράζαμε μια γουρούνα. Θα τη θρέφαμε τζάμπα. Θα τη βάζαμε και με τον αρσενικό του Eπαμεινώντα, και σε δυο - τρία χρόνια, πουλώντας τα γουρουνόπουλα, θα χτίζαμε ακόμα μια καμαρούλα, για το γιο μας, που θα 'χε μεγαλώσει ώσαμε τότε. Kουβέντες σπιτικές, του καλού καιρού. Ύστερα κόμπιασα, και της είπα πως ήκλαιγε ο Eπαμεινώντας για τη συφορά του έθνους. Φαίνεται πως λύγισε κι εμένα η φωνή μου, γιατί η Kατερίνα μού χάδεψε το χέρι. Tο παιδί μας, μου λέει. Nαι, ο γιος μας, είπα κι εγώ, καταλαβαίνοντας πού πήγαινε ο νους της. Tης μίλησα για τη μπουγάδα της Aσήμως και για τις καπνιές. Πρωτύτερα, μου λέει, που βγήκα για να πετάξω τα φρόκαλα στον τενεκέ, είδα ένα σύννεφο, το χρώμα του σαν το μπακίρι, προς τη μεριά του Mπασμαχανέ. Iδέα σου, της λέω-μ' όλο που είχα δει κι εγώ το σύννεφο. Δε φοβήθηκα, μου αποκρίθηκε. Mονάχα, το παιδί μας.
Mας πήρε ο ύπνος.
Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ' Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.
Φωνάζανε από τ' Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμμιά - δυο ώρες.
Σιγά - σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε-μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.
Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους.
- Bρε παιδιά, πού πάτε;
Δείξανε μπροστά.
- Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε.
Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι.
- Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;
Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.
Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ' Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.
Bρήκα την Kατερίνα καθιστή σε μια καρέγλα. Bαρεμένη πέντε μηνώ. Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.
Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει-ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο-ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός-ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.
H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί - σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς-και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια-μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί-τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κ' η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.
(από το Στου Xατζηφράγκου, εκδόσεις A. Kαραβία 1963)  http://www.snhell.gr/

Μεταφράσεις 

Απόσπασμα (το τέλος) από το διήγημα του Ε. Α. Πόε “Ο μαύρος γάτος”:

Και στα συχνά, τα απότομα και ασυγκράτητα ξεσπάσματα μιας μανίας, που την είχα τώρα παραδοθεί στα τυφλά, το συνηθισμένο και υπομονετικότατο θύμα ήταν η γυναίκα μου, που δεν παραπονιότανε ποτέ της.
Μια μέρα ήρθε κι αυτή μαζί μου, για κάποια δουλειά, στο κελάρι του παλιού σπιτιού που η φτώχεια μας ανάγκαζε τώρα να κατοικούμε. Ο γάτος μ’ ακολούθησε καθώς κατέβαινα τ’ απότομα σκαλιά, και με τη συνήθειά του να μπλέκει ανάμεσα στα πόδια μου μ’ έριξε κάτω με το κεφάλι. Έγινα έξω φρενών. Σήκωσα ένα τσεκούρι, και ξεχνώντας μέσα στο θυμό μου τον παιδιάτικο φόβο που είχε συγκρατήσει ως τώρα το χέρι μου, κατέβασα μια στο ζωντανό, που θα τ’ άφηνε στον τόπο, αν δεν το σταματούσε το χέρι της γυναίκας μου. Η επέμβασή της μ’ έκανε να λυσσάξω, να δαιμονιστώ. Αποτράβηξα το μπράτσο μου, που το κρατούσε, και τη χτύπησα με το τσεκούρι κατακέφαλα. Έπεσε νεκρή, στον τόπο, δίχως ούτ’ ένα βογγητό.
Ύστερ’ απ΄ αυτό το απαίσιο φονικό, άρχισα αμέσως να σκέφτομαι ψύχραιμα πού θα ‘κρυβα το πτώμα. Καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να το μεταφέρω από το σπίτι, είτε τη μέρα είτε τη νύχτα, χωρίς να διατρέξω τον κίνδυνο να με δουν οι γειτόνοι. Έκανα διάφορα σχέδια με το νου μου. Μια στιγμή σκέφτηκα να κόψω το πτώμα μικρά μικρά κομμάτια και να τα κάψω. Ύστερα έκανα τη σκέψη ν’ ανοίξω ένα λάκκο στο κελάρι και να το θάψω. Έπειτα είπα να το ρίξω στο πηγάδι της αυλής – ή να το συσκευάσω μέσα σ’ ένα μεγάλο κιβώτιο, και να φωνάξω κανέναν κουβαλητή να το πάρει από το σπίτι. Τελικά μου ήρθε μια ιδέα που τη θεώρησα πολύ καλύτερη απ’ όλ’ αυτά. Αποφάσισα να το χτίσω μέσα σ’ έναν τοίχο του κελαριού, όπως αναφέρει η ιστορία πως έχτιζαν τα θύματά τους οι καλόγεροι στο Μεσαίωνα.
Το κελάρι ήταν κατάλληλο γι’ αυτό το σκοπό. Οι τοίχοι του ήταν ψευτοχτισμένοι, και τώρα τελευταία τους είχαν περάσει ένα σουβά, που η υγρασία δεν τον άφησε να ξεραθεί. Κι έπειτα, ένας από τους τοίχους είχε μια εσοχή, σα να προοριζότανε για θέση του τζακιού, αλλά έπειτα την είχαν γεμίσει κι έμοιαζε σαν το υπόλοιπο κελάρι. Ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσα εύκολα να βγάλω από τη θέση τους τα τούβλα, να βάλω το πτώμα μέσα στην εσοχή, κι έπειτα να ξαναχτίσω εκείνο το μέρος όπως ήταν πριν, έτσι που κανένα μάτι δεν θα μπορούσε ν’ ανακαλύψει τίποτα το ύποπτο.
Και δε λαθεύτηκα στους υπολογισμούς μου. Μ’ ένα λοστό ξεχαρβάλωσα εύκολα τα τούβλα, κι αφού τοποθέτησα με προσοχή το πτώμα όρθιο, ακουμπιστά στον εσωτερικό τοίχο, το στήριξα σ’ αυτή τη θέση, και χωρίς πολύ κόπο ξανάβαλα τα τούβλα όπως ήταν και πριν. Προμηθεύτηκα, με κάθε προφύλαξη, ασβέστη, άμμο και άχερα, ετοίμασα ένα σουβά, που δεν ξεχώριζε από τον παλιό, κι έχρισα τον καινούριο τοίχο. Όταν τέλειωσα, έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Δε φαινότανε καθόλου πως είχε πειραχτεί ο τοίχος. Μάζεψα από χάμω τα μπάζα με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έριξα γύρω μου μια θριαμβευτική ματιά και είπα μέσα μου: «Εδώ, τουλάχιστον, ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος». 

Η κατοπινή μου ενέργεια ήταν να ψάξω να ‘βρω το ζωντανό που είχε γίνει αιτία μιας τέτοιας κατάντιας. Γιατί τώρα πια είχα πάρει τη σταθερή απόφαση να το εξοντώσω. Αν το ‘βρισκα εκείνη τη στιγμή μπροστά μου, καμιά αμφιβολία πως η δουλειά του ήταν τελειωμένη. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απόφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Αδύνατον να περιγραφεί, ή να φανταστεί κανείς, τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμένου ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, για μια νύχτα τουλάχιστον, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι, κοιμήθηκα ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, μ’ όλο το βάρος του φονικού, που είχα στην ψυχή μου.
Πέρασε η δεύτερη, πέρασε και η τρίτη μέρα, κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν άνθρωπος ελεύθερος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει από το σπίτι μια για πάντα! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν τρισευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για την καταχθόνια πράξη μου δεν μ’ ενοχλούσε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που είχε γίνει, αποκρίθηκα μ’ ετοιμότητα, δίχως να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα – μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα την ευτυχία μου εξασφαλισμένη στο μέλλον.

Την τέταρτη μέρα ύστερ’ από το φόνο, ξανάρθαν ακαρτέρευτα οι αστυνομικοί, για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος για το ανεξιχνίαστο του κρυψώνα, δεν ανησύχησα στο παραμικρό. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδέψω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κόχη, δίχως να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν πάλι στο κελάρι – για τρίτη ή τέταρτη φορά.  Δεν σάλεψε ούτε μια τρίχα μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και τριγύριζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί ικανοποιήθηκαν απόλυτα από την έρευνά τους κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη, για να μπορέσω να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, και για να διπλασιαστεί η βεβαιότητά τους πως είμαι αθώος.
-Κύριοι, τους είπα τέλος καθώς ανέβαιναν τη σκάλα, είμ’ ενθουσιασμένος που ξαλαφρωθήκατε από τις υποψίες σας. Σας εύχομαι καλή υγεία και κάπως περισσότερη ευγένεια. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, αυτό το σπίτι είναι πολύ καλοχτισμένο (μέσα στη φλογερή επιθυμία μου να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά καλά τι έλεγα, μπορώ μάλιστα να πω, εξαιρετικάκαλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι –μα πώς φεύγετε, κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι…
Και λέγοντας αυτό, χτύπησα δυνατά – μόνο και μόνο από μια μανία μπραβούρας, που με είχε πιάσει – μ’ ένα μπαστούνι που κρατούσα, ακριβώς εκείνο το μέρος του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκότανε το πτώμα της αγαπημένης γυναικούλας μου.
Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά καλά ν’ αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου, και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσ’ από τον τάφο! – μια φωνή στην αρχή πνιγμένη και κομμένη, σαν το αναφιλητό παιδιού, που έπειτα φούντωσε γοργά σε μια μακρόσυρτη, δυνατή και αδιάκοπη κραυγή, αφύσικη και ξωτική –μια οιμωγή! – μια κλαψιάρικη στριγγλιά φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να ‘χε βγει, συνταιριαστά, απ’ το λαρύγγι των κολασμένων μέσα στην αγωνία τους κι από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλλιάζουν.
Είναι αστείο, να μιλήσω για τις σκέψεις μου εκείνης της στιγμής. Παράλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα  στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί, από τον τρόμο και το δέος, έμειναν ακίνητοι για μια στιγμή στη σκάλα. Αμέσως έπειτα, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, κιόλα σε μεγάλο βαθμό αποσυνθεμένο, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκότανε ολόρθο μπρος στα μάτια μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναχικό μάτι που πέταγε φωτιές, καθότανε το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ’ έκανε φονιά, και η κατήγορη φωνή του μ’ έστειλε στο δήμιο. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τάφο. 
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ «Ο μαύρος γάτος» μετάφραση ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
από το βιβλίο «Ε. Α. ΠΟΕ – ΑΛΛΟΚΟΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»
Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ     
 https://logomnimon.wordpress.com/


Η Γενιά του 30. Όρθιοι από αριστερά: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης στο κέντρο, Αντώνης Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθισμένοι από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, Κ.Θ. Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης (στο κέντρο), Κοσμάς. Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.

Απόψεις 

✦Κοσμάς Πολίτης είναι το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Παρασκευάς (Πάρις για τους δικούς του) Ταβελούδης για να υπογράφει τα βιβλία του και «για να σώσει την υπόληψή του», όπως έλεγε χαριτολογώντας.
Είναι λίγο αστείο ότι γεννήθηκε στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888) ο πιο Σμυρνιός απ’ όλους τους Σμυρναίους, ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, σε μια γιορτή Αναλήψεως, όπως σπάνια έχει χαριστεί ζωντανεμένη από τη μνήμη κάποιου που την αγάπησε πολύ. (Η Σμύρνη είναι η πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου).
Νόρα Αναγνωστάκη, «Κοσμάς Πολίτης», Διαδρομή. Δοκίμια κριτικής (1960-1995), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 277.

✦Δεν φαίνεται να διατήρησε ποτέ αγαθές σχέσεις με τον ρεαλισμό ο άνθρωπος που έγραψε το Λεμονοδάσος. Να είναι τάχα δίχως ουσιαστική σημασία ότι οι δύο κύριοι ήρωές του, ο Παύλος και η Βίργκω (= Βιργινία), δανείστηκαν τα ονόματά τους από τους ομώνυμους ήρωες του Bernardin de Saint-Pierre; Οπωσδήποτε, η νεορομαντική επίστρωση προβάλλει ως αναγκαίο σχήμα μιας μνήμης που θέλει να μείνει «αχρωμάτιστη φυγή μέσα στο θάμπος», καθώς «το πιθανό είναι πιο αληθινό απ’ την πραγματικότητα». Αν ο Κοσμάς Πολίτης έγραφε στίχους, δεν θα ήταν εύκολο να τον φανταστούμε ανάμεσα στους συμβολιστές, όμως είναι δυσκολότατο να υποθέσουμε πως θα μπορούσε ν’ αναχθεί ως τη μπωντλαιρική παραίσθηση.
Παν. Μουλλάς, «Κοσμάς Πολίτης. Με αφορμή την Κορομηλιά (1959)». Για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία. Κριτικές καταθέσεις, Στιγμή, Αθήνα 1989, 21-22.

✦Η Eroica είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη […]. Στα δύο προηγούμενα (Λεμονοδάσος, Εκάτη) η δράση εκτυλισσόταν στο πλαίσιο της εύπορης αθηναϊκής κοινωνίας και η υπόθεση αφορούσε την ανικανοποίητη αναζήτηση της ιδανικής, αγνής αγάπης στο νέο κόσμο των bain mixte και της αϊνστάνειας σχετικότητας. Η Eroica στρέφεται στο παρελθόν: η δράση του έργου τοποθετείται περίπου τριάντα χρόνια πριν, σε μια φανταστική πόλη […]. Η ιστορία αναφέρεται σε μια ομάδα αγοριών στην πρώιμη εφηβεία. Ο ηρωικός κόσμος των φαντασιώσεών του ρημάζεται από την πρώτη βίαιη επαφή τους με το θάνατο και την πρώτη εκδήλωση του ερωτισμού τους. Το θέμα της ανέφικτης ιδανικής αγάπης, που τον απασχολεί και στα προηγούμενα μυθιστορήματα, είναι πάλι βασανιστικά παρόν, αλλά τώρα συγκρούεται με ένα άλλο ιδανικό: την αθωότητα της ηρωικής συμπεριφοράς. Τα αγόρια στα παιχνίδια τους παίζουν τους πυροσβέστες, είναι ντυμένα σαν αληθινοί πυροσβέστες της Σμύρνης (τουλουμπασήδες), με «περικεφαλαία» σαν αυτή των αρχαίων πολεμιστών. Εύστοχα το μυθιστόρημα διαπλέκει μια παραλληλία ανάμεσα σε αυτούς τους νεαρούς πολεμιστές-ήρωες και στους ήρωες της Ιλιάδας. Όταν, μάλιστα, ένας από αυτούς πεθαίνει, οι στενοί του φίλοι οργανώνουν αθλητικό διαγωνισμό στις αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού, που αποτελεί κατά μέρος αναβίωση και κατά μέρος παρωδία των ‘άθλων επί Πατρόκλω’ της Ιλιάδας. Με χιούμορ αλλά και νοσταλγία το μυθιστόρημα ανατρέχει στην ηρωική ‘χρυσή εποχή’ του σύγχρονου ανθρώπου. Ταυτόχρονα, μέσω του ομηρικού παραδείγματος, η μυθική αναδρομή του μυθιστορήματος αναφέρεται στον ελληνικό πολιτισμό αλλά και στο σύνολο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφ. Ευαγγελία Ζουργού-Μαριάννα Σπανάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, 225-226.

✦Μια πρώτη ανάγνωση των μυθιστορημάτων του Κ. Πολίτη δίνει την εντύπωση πως ο συγγραφέας βασίζει σε μεγάλο βαθμό την οργάνωσή τους στην αφήγηση μιας ιστορίας, στην εξωτερική δράση των προσώπων, πράγμα που δεν απέχει από την αλήθεια. Ο Κ. Πολίτης, που είναι καλός «παραμυθάς», έλκεται από την αφήγηση μιας ιστορίας. Όμως η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα μυθιστορήματα του Κ. Πολίτη και σ’ αυτά άλλων συγχρόνων του Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Θεοτοκά, του Τερζάκη, του Καραγάτση ή του Μυριβήλη, είναι η έμφαση στην υποκειμενική αφετηρία της αφήγησης αλλά και ένας ιδιωτικός προσανατολισμός που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια. Η υποκειμενικότητα αυτή είναι απόρροια των αφηγηματικών τεχνικών που χρησιμοποιεί ο Κ. Πολίτης, όπως, λ.χ., της επιλογής του αφηγητή: ο απρόσωπος, άσχετος με την ιστορία αφηγητής (ή ενδοκειμενικός συγγραφέας) είναι άγνωστο είδος στη μυθιστορηματική πεζογραφία του. […]
Γιώργος Καλλίνης, Ο μοντερνισμός ενός κοσμοπολίτη. Στοιχεία και τεχνικές του μοντερνισμού στο μεσοπολεμικό μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, 130-132. 

✦[…] Δεν είναι τυχαίο που οι τίτλοι των μεταπολεμικών μυθιστορημάτων του Πολίτη αναφέρονται σε κάποιον τόπο: Το Γυρί είναι ονομασία μιας γειτονιάς και ενός περιπάτου στην Πάτρα, ενώ το Στου Χατζηφράγκου παραπέμπει σε λαϊκή συνοικία της Σμύρνης. Και οι δύο αυτοί τίτλοι δείχνουν μια αίσθηση ιθαγένειας. Αντίθετα, τα δύο προηγούμενα μυθιστορήματά του (Εκάτη και Eroïca) φέρουν τίτλους καθαρά συμβολικούς, και η δράση του δεύτερου δεν εντοπίζεται σε κανέναν πραγματικό χώρο. Το πρώτο βιβλίο του, καθώς και το τελευταίο, έχουν κι αυτά τοπογραφικούς τίτλους: το Λεμονοδάσος (1930) όμως δεν ονομάζει παρά μια από τις διάφορες τοποθεσίες του μυθιστορήματος (Αθήνα, Πόρος, Δελφοί, κ.λπ.) και λειτουργεί περισσότερο συμβολικά παρά τοπογραφικά.
Το Στου Χατζηφράγκου, ωστόσο, δεν ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα του Πολίτη με σμυρναίικο περιβάλλον. Η δράση στο ημιτελές κύκνειο άσμα του, το Τέρμα (δημοσιεύτηκε το 1975), τοποθετείται σε μια μεγάλη πόλη της ίδιας εποχής —συγκεκριμένα το 1907-8— και ενώ η πόλη δεν ονομάζεται, και τα τοπωνύμια είναι φανταστικά, και λείπει κάθε αναφορά σε Τούρκους και Εβραίους, είναι φανερό ότι πρόκειται για μυθική ανάπλαση της Σμύρνης. Το Τέρμα παρουσιάζει ένα άλλο στοιχείο νεωτερισμού στο έργο του Πολίτη: για πρώτη και μοναδική φορά το κεντρικό πρόσωπο είναι γυναίκα, η δεκαοχτάχρονη Σόφη, και η δράση εξιστορείται από τη δική της οπτική γωνία. Στο πρόσωπο της Σόφης ο Πολίτης όχι μόνο αποτείνει φόρο τιμής στις γυναίκες που έπαιξαν τον πιο σημαντικό ρόλο στη ζωή του και που ήταν τώρα όλες νεκρές —την αδελφή του, τη γυναίκα του, την κόρη του— αλλά και συμβολίζει, με τη μετάβαση της Σόφης από την αστική στην εργατική τάξη, τη δική του πολιτική στροφή.
Peter Mackridge, «Η ποιητική του χώρου και του χρόνου Στου Χατζηφράγκου». Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2007, 28-29.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου