Τρίτη 18 Απριλίου 2017

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ( 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου1988 )



Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης ( 20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου1988 ) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα.
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.
Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τονΜάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή τοΒασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.
Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».



Έργα

Ποίηση:
«Μάχη στην άκρη της νύχτας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
«Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
«Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Αθήνα, Κέδρος,1953.
«Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο». Αθήνα, Κέδρος, 1956.
«Συμφωνία αρ.Ι». Αθήνα, Κέδρος, 1957.
«Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια». Αθήνα, Κέδρος, 1958.
«Καντάτα». Αθήνα, Κέδρος, 1960.
«25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
«Ποίηση (1952-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1965.
«Οι τελευταίοι». Αθήνα, Κέδρος, 1966.
«Νυχτερινός επισκέπτης». Αθήνα, Κέδρος, 1972.
«Σκοτεινή πράξη». Αθήνα, Κέδρος, 1974.
«Οι τρεις». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
«Ο διάβολος με το κηροπήγιο». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
«Βιολί για μονόχειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1976.
«Ανακάλυψη». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
«Ποιήματα (1958-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
«Εγχειρίδιο ευθανασίας». Αθήνα, Κέδρος, 1979
«Ο Τυφλός με το λύχνο». Αθήνα, Κέδρος, 1983
«Βιολέτες για μια εποχή». Αθήνα, Κέδρος, 1985.
«Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1987.
«Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου». Αθήνα, Κέδρος, 1990.
«Απάνθισμα». Αθήνα, Κέδρος, 1997.
Συγκεντρωτικές εκδόσεις:
«Ποίηση 1» (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.
«Ποίηση 2» (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.
«Ποίηση 3» (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988.

Πεζογραφία:
«Το εκκρεμές». Αθήνα, Κέδρος, 1966.

Μετάφραση του έργου του
"THE BLIND MAN WITH THE LAMP", είναι η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή που μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα, μόλις το 2014 από τον Ν. Ν. Τρακάκη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις "Denis Harvey", Limni, Evia, Greece.




Ο Λειβαδίτης στον Άη Στρατή

ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ 

Εξόριστος από το 1947 έως το 1951. Περισσότερο έμεινε στον Άι Στρατή, την ίδια περίοδο με τον Ρίτσο, πέρασε όμως και αρκετό καιρό στη Μακρόνησο μιας και αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετάνοιας για τις πεποιθήσεις του. Το βιβλίο του «Φυσάει στα Σταυροδρόμια του Κόσμου» θεωρήθηκε κήρυγμα ανατρεπτικό και κατασχέθηκε.
Στην ποιητική συλλογή του ποιητή «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο» υπάρχει και το ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» που έγραψε ο ποιητής στη Μακρόνησο το 1950.
«Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο, δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου μα είναι πολλά τα χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου, πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή. Έχει αρκετή θέση για να πεθάνεις.»http://magazen.gr/




ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Αγαπημένη μου

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ έβρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.

Ύστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.

Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θά ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου,
αγάπη μου, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Ναι, αγαπημένη μου, πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα…

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;-
μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου,
αγαπημένη μου…

Αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Θα’ θελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές
και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές
και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ‘ρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές,
τα τρυγόνια στους φράχτες…

Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να τα’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.
… Μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα…

Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.

Καλημέρα όλα εσείς κοντινά και μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω.

Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε λοιπόν να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.

Δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.
Aνάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Tι θα απογίνουμε, αγαπημένη;
…μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω;

Πως θ’ άνοιγα μια πόρτα όταν δε θα ‘τανε για να σε συναντήσω
πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ‘ναι για να σε βρω.
Ήταν σα να ‘χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη.
Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε…
…ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Kι ήταν σα να ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
…έτσι λέει ο Hλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα»
κι ας τού χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

Kι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.
Kι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.
Tότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Mα και τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Tο παιδί μας, Mαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους
ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του
παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου, που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά…

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.
Θα ‘θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.
Aφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να ‘χουμε πεθάνει..


Ο Τάσος Λειβαδίτης μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο στην εξορία
Ο επίλογος

Κι αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν
κι αχ, πλανήθηκα πολύ σε δρόμους, ακολουθώντας τούτο η εκείνο, κληρονόμος μιας ανεξήγητης ώρας: τότε που όλα θα εξηγηθούν,
……χωρίς λόγια ή και χωρίς να υπάρχουμε καν — όταν, τέλος, ξαναγύρισα η πόλη είχε λεηλατηθεί, τα βαγόνια αναποδογυρισμένα,
……η εξέγερση ήταν πια παρελθόν κι όσοι απόμεναν όρθιοι πυροβολούσαν ακόμα
για ένα φτωχό έπαθλο στα υπαίθρια σκοπευτήρια
……και το βράδυ «τι ώρα είναι;» ρωτάς, «οχτώ» σου απαντάνε, με τέτοιες άθλιες βεβαιότητες ζούμε
και κανείς δεν είδε το έγκλημα — αφού το τέλειο έγκλημα έγινε
……εκεί που δεν μπορεί πια τίποτα να συμβεί. Όμως εγώ υπήρξα ανυπόμονος
σαν κάποιον που ανοίγει την ομπρέλα του σε καιρούς ξηρασίας (ίσως γιατί δε θέλει να ξεχάσει),
……ή κάποιον που ντύνεται γυναίκα για να πει ένα ψέμα ακόμα παιδικό —
μη μ’ αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο
……ή θυμόμουν τα χέρια της μητέρας καθώς έβαζαν τη σκούπα πίσω απ’ τη χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ίσως κάτι πιο μακρινό,
……ενώ το κοιμητήρι, αντίκρυ, θρόιζε απαλά, σαν το σύντομο επίλογο ενός μυστηρίου.

《》《》《》《》
Περιμένοντας το βράδυ

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

《》《》《》《》
Ανάσταση 

……«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.


ΑηΣτράτης, 1951Με την γυναίκα του και την κόρη του ( πηγή

Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας
V


Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.



《》《》《》《》

Σε περιμένω παντού 

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου, 
μη χάσεις το θάρρος σου. 
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να `χει καρδιά. 
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται 
να παραμερίσει την καρδιά του. 

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
 πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων. 
Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα ,
 θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου. 

Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα, 
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο. 

Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ. 

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα. Εκεί που οι φαμίλιες 
μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ, εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των 
ντουφεκισμένων. Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα, 
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για ένα καινούργιο κόσμο... 
εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!






Δραπετσώνα

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ' τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι΄ όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί


《》《》《》《》
Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…

《》《》《》《》
Καντάτα

(απόσπασμα του έργου του)

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.



Μάνα μου και Παναγιά

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
 Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή
της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή
της Παναγιάς η χάρη

Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

Στον πυρετό ήσουνα δροσιά
κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά
βασιλικός στον Άδη

Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ’ άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά


《》《》《》《》
Γυμνὰ χέρια


……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.

Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80




 Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Λευτέρης Πλιάτσικας
Πρώτη εκτέλεση: Όναρ

Υγρά τα σκαλοπάτια του πολέμου
Φωτιές απ' τα παράθυρα αντηχούν
Κι οι μάνες τώρα ψάχνουν για κρυψώνες
Κρυμμένα μονοπάτια του ουρανού

Η χώρα μου βυθίζεται στο ψέμα
Σε ηδονές που στάζουνε χολή
Και βρίσκουν καταφύγιο οι αλήτες
Σε χώμα που μυρίζει σαν πληγή

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
Στα σαπισμένα δόντια ενός φρουρού
Φυσάει στα δεκανίκια του σακάτη
Που ακούμπησε στον ώμο ενός παιδιού

Γυναίκα να μην κλάψεις για το γιο σου
Το όπλο του στα χέρια σου κερί
Χιλιάδες χνώτα λιώνουν σε εκκλησίες
Που γέμισαν με λάσπη και ντροπή

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου
Στα σαπισμένα δόντια ενός φρουρού
Φυσάει στα δεκανίκια του σακάτη
Που ακούμπησε στον ώμο ενός παιδιού

《》《》《》《》
Συμφωνία ἄρ. 1

Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.

Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!

Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…

…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…

Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.

Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.

Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.

Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.

Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…

Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.

Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.

…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…

Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.

Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…

Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.

Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…

Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…
[Ἀπόσπασματα]



Αλλά τα βράδια

Και να που  φτάσαμε ἐδῶ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Και ἐγώ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ἀνθρωπότητα, δεν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο να γράψεις ἀκόμα
Σα σανίδα ἀπό θλιβερό  ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλά τα   βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Βέβαια ἀγάπησε
τα ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλά τα   πουλιὰ
πετοῦσαν πιο πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δεν ἄνοιξε ποτέ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ το δέντρο που βρέχεται

Ἀλλά τα  βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Ὕστερα ἀνακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
και την ἀπληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Ἀλλά καθώς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
για ὅλη την ἀνθρωπότητα

Ἀλλά τα  βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Καθώς μένω στο δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινές ἰδέες
Φοράω το σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν να γαβγίζω
ἦταν για να   δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στο δωμάτιο

Ἀλλά τα   βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θα ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμί
σαν ἕνα τραγοῦδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλά τα   βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου το χέρι σου..
Δῶς μου το χέρι σου



《》《》《》《》



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγείς στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
  





Το Τραγούδι Του Κάμπου

Στην ταινία "Ο Αστραπόγιαννος" τραγουδούν η Καίτη Αμπάβη (Μοιρολόι) και ο Μιχάλης Βιολάρης(Το τραγούδι του κάμπου) σε μουσική του Μίμη Πλέσσα και στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Το σπουδαίο έργο του Νίκου Τζήμα πήρε το 1970 το 1ο βραβείο καλύτερης ταινίας στο 11ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το 1ο βραβείο ανδρικής ερμηνείας του Νίκου Κούρκουλου. Το τραγούδι του κάμπου

Καίγετ΄ο κάμπος
καίγετ' απ' τον ήλιο
καίγεται απ' τη δίψα μας.

Και στου χωριού την εκκλησιά
του Σταυρωμένου η πληγή
ξανάρχισε να στάζει
κι ο ήλιος μας λησμόνησε
κι αργεί να βασιλέψει.

Μάτωσ' ο κάμπος
μάτωσ' απ' τον θρήνο
μάτωσαν τα μάτια μας.

Και στου χωριού την εκκλησιά
στέναξε η μάνα η Παναγιά
και μάτωσε η πλάση.
Κι ο ήλιος μας λησμόνησε
κι αργεί να βασιλέψει.

Μαύρισ΄ο κάμπος
μαύρισ΄απ' την έγνοια
μαύρισε απ' το δίκιο μας.

Και στου σπιτιού μας την αυλή
ούτε ένα αστέρι, ούτε πουλί
πικρά να κελαηδήσει.
Και το φεγγάρι βιάζεται
Θέ μου να ξημερώσει.

《》《》《》《》

ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ 

*«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»

* Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί, που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις, κάποτε… 
* Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί. 
* Ώ απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας… 
* Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα. 
*Ένα σπίτι για να γεννηθείς, ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις, ένας στίχος για να κρυφτείς ένας κόσμος για να πεθάνεις. 
*  Κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά απ’ αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό. 
*  Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα. 
* Η  αμαρτία μας: ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: πράξαμε τόσα λίγα 
* Γι’ αυτό σου λέω πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους, όχι να περιμένεις την πράξη – είναι τότε αργά. 
*Ο  ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια. 
* Το ρόλο μας τον διαλέξαμε οι ίδιοι εμείς – την πρώτη μέρα που διστάσαμε να πάρουμε μια απόφαση ή που σταθήκαμε εύκολοι σε μιαν αναβολή.
* Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας. κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς. 
* Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή. η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο 
* Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει… 
* Και όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε ήδη νεκροί. 
* “Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ. 
Κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς. 


ΠΗΓΕΣ 
http://www.stixoi.info/

1 σχόλιο: