Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ( 1932 - 6 Αυγούστου 2014 )


«Τα λόγια που μιλώ μου κόβουνε τη γλώσσα
κάθε χειρονομία μου με σταυρώνει.
Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν.
Σ’ αυτή την εποχή της υπαρκτής ποίησης
ποιητής μιας ποίησης που δε μπορεί να υπάρξει
μόνο με τους νεκρούς μιλώ και γι’ αυτούς γράφω.
Μόνο αυτοί μπορούν να με διαβάσουν.» («Έως…»)

Ο Βύρων Λεοντάρης (Νιγρίτα Σερρών, 1932 - Αθήνα 6 Αυγούστου 2014) ήταν ποιητής και κριτικός δοκιμιογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Άρχισε να δημοσιεύει τα γραπτά του το 1954. Το 1997 έλαβε το Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του «Εν γη αλμυρά». Μια σημαντική λυρική φωνή, της ελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αδελφός του κριτικού Μανόλη Λαμπρίδη, του ποιητή Ανδρέα Λεοντάρη, σύζυγος της ποιήτριας Ζέφης Δαράκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης κριτικά δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή "Γενική Αίσθηση". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά »Κριτική«, »Εφημερίδα των Ποιητών«, »Επιθεώρηση Τέχνης«, κ.ά., μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού »Σημειώσεις".

Το ποιητικό του έργο τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής ποιητικής γενιάς. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά.

πηγή φωτογραφίας 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

"Εν γη αλμυρά"

Έτσι που τραύλισα…
I

Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη
Ανάσα και χειρονομία καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
– αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... –
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο

Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί

Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει

II

Τώρα που δεν μπορώ παρά να με θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα

Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά
Και τα σημάδια; και τα ερείπια; της φαντασίας κι αυτά;
Δε γίνεται.

Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό

Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει

Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ’ναι.

IX

«Δεν είμαστε ποιητές» σημαίνει φεύγουμε
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…

Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Ε, ναι λοιπόν, αυτό σημαίνει

Στιχομαντεία
*
Τα ονόματά μας πού και πού μας βλέπουν στο όνειρό τους
ψυχές περιπλανώμενες δυστυχισμένες
χαμένες σημασίες που τις αποζητούν ακόμα
Για μια στιγμή θαρρούν πως μας αγγίζουν και έντρομα ξυπνούν
κι ανάβουνε τα παγωμένα φώτα
κι αρχίζουν από μόνα τους να γράφονται και να φωνάζονται
να νοιώσουν έτσι πως υπάρχουν

Γιατί, πού τώρα πια φωνές, χαιρετισμών να τα καλούν
να τρέμουν οι ουρανόσκαλες και να γεμίζει η γειτονιά λουλούδια
πού τώρα δάχτυλα αποχωρισμού να τα χαράζουνε
στης νεραντζιάς τη φλούδα

Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας
δε θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους
θα ζήσουν μια δική τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
και εξώφυλλα
βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν

Εμείς χαμένες σημασίες
κι αυτά ίχνη από ξένα πεπρωμένα

*
Αγριομυρίκη εν τη ερήμω
επικατάρατος εν γη αλμυρά…
Έτσι το θέλησα και μη ρωτάς
Κι αν τώρα θλίβομαι είναι που σ’ αφήνω

στους πέντε δρόμους δίχως να ’χω πει
για σένα όσα σου άξιζαν και δίχως
να σε δοξάσει ένας μου στίχος
Τόσο βαθιά τόσο πολύ

σε σώπασα μέσ’ στη ζωή μου
Δεν ήτανε για να φανερωθεί
ούτε με ουράνια λόγια να ειπωθεί
αυτό το μυστικό που ήσουν κι ήμουν

Σε όσους με ποιήματα τα αισθήματα μετρούν
τι θα ’χεις από μένα να τους δείξεις;
Μια τέτοια αγάπη… δίχως αποδείξεις…
Και ποιος αυτός ο Βέρνερ Λέιο θα ρωτούν

Με τι καρδιά με τι πνοή είχα πάρει
τη ζωή… Μα δεν την άλλαξα· ούτε εσύ
Γι’ αυτό λοιπόν «χαμένη υπόθεση»
ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης

*

Μέσα στο ποίημα σε χάνω Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα

που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα

το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι…
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω-δεν υπάρχω»

Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου

λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε

Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος…
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω

Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία…
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω
http://ppirinas.blogspot.gr/





ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ
Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
Μες τις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
-ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.

Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ‘χε δοθεί
-σε ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

Θα ‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
-άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως….'

(από την “Ομίχλη του μεσημεριού', 1959)
*

ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ – IV

Κάτοχος, φυσικά, και ξένης γλώσσης,
είκοσι χρόνων, με λεπτή κορμοστασιά,
μήνες και μήνες τρέχει για δουλειά.
“-Δυστυχώς, δεν εδόθησαν πιστώσεις…'

Πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα χλωμά
-περηφάνιας γραμμές, μ’ όλη την άλλη
δυστυχία σας στραμμένη από την άλλη-
μην κλαίτε. Αύριο ξανά, αύριο ξανά…

Σκάλες, ουρές, ουρές λογής λογής
χαρτιά κι αιτήσεις πάνω στις αιτήσεις.
Και να ‘χεις τόσα, τόσα ν’ αγαπήσεις,
είκοσι χρόνων, “στο άνθος της ζωής'…

(από την “Ορθοστασία', 1957)

*
ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΑΚΟΝΤΙΑ

Οι γέροι στα λεωφορεία
σηκώνουν όρθια τα παιδιά
-για μεταμόσχευση καρδιά
ψάχνει η Γηραιά Κυρία

Μισεί τα νιάτα η σάπια σάρκα
οι ανάπηροι βυσοδομούν
φτύνουνε τ’ άνθη, βλαστημούν
τον έρωτα στα πάρκα

Μες το βυθό του Χειρουργείου
ανάβει ο Μέγας Αχινός
το κλομπ χτυπάει κι ο ουρανός
ανοίγει σαν κρανίο

Λουλούδια τέρατα εφιάλτες
αράχνες μαύροι προβολείς
-στο συρματόπλεγμα η βολή
καρφώνει δρομείς κι άλτες

Χτίζουν τους χτίστες τα ντουβάρια
οι ανεμόμυλοι φυσούν
τον άνεμο, θα καταπιούν
τη θάλασσα τα ψάρια

Ο χρόνος πρήζεται κολλάει
πάνω στους τοίχους, η καρδιά
βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά
και σαν σκυλί αλυχτάει

Τα πέλματα ρόδα ανοιγμένα
οι φλέβες άλυτες θηλιές
σπασμένες ραχοκοκαλιές
σαγόνια γκρεμισμένα

Αίματα και φτερά γεμάτα
βαριά ανεβαίνουν τα κλουβιά
στα ουράνια δώματα –πηδά
λυσσά από κάτω η Γάτα

Σειρήνες γέμισαν οι δρόμοι
φανάρια που αίμα πιτσιλάν
απ’ τα καμιόνια τους πηδάν
γιατροί και νοσοκόμοι

με μάσκες και με δακρυγόνα
μα δε μαζεύεται ο Νεκρός
έγινε θάλασσα ουρανός
κι απλώνει στον αιώνα

(από την “Kρύπτη', 1968)

"Είμαι φτωχός" - ποίηση: Βύρων Λεοντάρης 
Μελοποίηση/Ερμηνεία: Μάνος Μοναστηριώτης



Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου
σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός
δεν έχω χρώμα προσμονής – είμαι φτωχός
δεν έχω βήματα να ’ρθώ στην άκρη της καρδιάς σου

Αγέρηδες από τα πεθαμένα χαμομήλια
χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός
το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός
δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια

Πίσω από τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες
κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός
έχει το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός
δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη

Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου
κι έτσι σκληρά μού κελαηδούν : που είναι ο λωτός ;
Αχ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός
δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου

Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως τ’ όραμά σου
χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός
έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός
δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου

Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου

Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος
χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός
γι’ αυτό ποτέ μη ξαναρθείς – είμαι φτωχός
δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντός μου πόνος

Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ’χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ’βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;
https://pampalaionero.wordpress.com/

πηγή φωτογραφίας 












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου